Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

η δική μου αίθουσα του θρόνου

Μαμά-Μπαμπάς. Ένα κοκτέιλ που αποτελεί την πρώτη ύλη. Τουλάχιστον, στις περισσότερες περιπτώσεις, διότι πάντα και για όλους υπάρχουν οι εξαιρέσεις.
Για μένα ξέρω ότι είμαι ένα πολύ γερό κράμα και από τους δύο. Η πρώτη μου ύλη είναι πολύ γερή, ανθεκτική, με αρκετές ομοιότητες και μεγάλες διαφορές, ταυτόχρονα.
Το είχα καταλάβει από νωρίς αυτό τον ιδιαίτερο συνδυασμό. Και ήξερα ότι μάλλον θα υπήρχαν στιγμές που θα μου έκανε την ζωή αρκετά δύσκολη (έως πολύ), σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά και πολύ εύκολη, σε άλλες.

Σήμερα η μέρα ανήκει δικαιωματικά στον μπαμπά. Στον άνθρωπο που μου έμαθε όσα εκείνος έκανε πράξη.
Τίποτα θεωρητικό. Αξίες, αρχές, προβληματισμούς, ιδέες, αναθεωρήσεις, αναπροσαρμογές, επανεκκινήσεις, όλα μέσα από την ίδια του ζωή, μέσα από τις δικές του επιλογές.

Αυστηρός σε πράγματα όχι συνηθισμένα. Ανοικτός σε θέματα όχι και πολύ αναμενόμενα. Μαζί μου σε αλλαγές, σε νέες αρχές. Λίγο επιφυλακτικός σε όσα κατά καιρούς με κρατάνε στάσιμη.
Αυτός που με έμαθε να λατρεύω και να εκτιμώ το καλό κρασί, «έφτασες στην ηλικία που coca cola στο τραπέζι πλέον όχι». 
Αυτός που με έμαθε η μουσική να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, παίζοντας ώρες ατελείωτες παρτιτούρες με τα άπαντα των Beatles, για αρχή, και να ερωτεύομαι τις «αλλαγές» και να αγαπώ το μπάσο. Α, και να εξασκηθώ στην αποστήθιση χιλιάδων στίχων.
Αυτός που μαζίτου έχω κάνει πολλά ναυτικά μίλια σε ιστιοπλοϊκά στο Αιγαίο, πάντα με «σεβασμό στη θάλασσα» και έχω δει εικόνες που έχουν καταγραφεί για πάντα.
Αυτός που πριν μου ζητηθεί να αποφασίσω κάτι «θα λες “θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω”».
Αυτός που το «σκέψου το λίγο ακόμα και αν τελικά καταλήξεις στην ίδια απόφαση, μαζί σου», ήταν το απόλυτο πράσινο φως.
Αλλά και αυτός που το «δεν συμφωνώ αλλά για ό,τι χρειαστείς, εδώ είμαι», ήταν το δικό μου πράσινο φως, φορώντας ζώνη ασφαλείας γερή όμως.

Οι σχέσεις με τους γονείς δεν είναι στρωμένες με ροδοπέταλα. Είναι όπως όλες ο υπόλοιπες σχέσεις της ζωής. Με τις ευκολίες και τις δυσκολίες. Με τις διαφορές και τις ασυμφωνίες. 
Δεν είναι αλάνθαστοι. Διότι είναι άνθρωποι με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις αδυναμίες τους, τα κολλήματά τους, τις δυσκολίες τους.
Όσο είμαστε μικροί, είναι οι ήρωές μας. Αυτοί που έχουν λύσεις για όλα, απαντήσεις για όλα.
Όσο μεγαλώνουμε, η σχέση γίνεται ισότιμη. Ο σεβασμός, η εκτίμηση είναι  ζητούμενο και από τις δυο πλευρές. 
*Ενηλικίωση νομίζω λέγεται αυτό.
Όσο είμαστε μικροί, τους τοποθετούμε σε έναν πολύ ωραίο εντυπωσιακό θρόνο. 
Όσο μεγαλώνουμε, τους «εκθρονίζουμε» από αυτόν και τους τοποθετούμε σε έναν άλλον, πιο ρεαλιστικό αλλά και πιο σπάνιο. Αυτόν της καρδιάς. Συνειδητά πια. Όχι επειδή είναι η μαμά και ο μπαμπάς. 

Για τον δικό μου μπαμπά, ο θρόνος αυτός του αξίζει δικαιωματικά.
Εδώ και 72 χρόνια που συμπληρώνονται σήμερα. Αισίως.

Και με τι άλλο θα μπορούσα να κλείσω;...





Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

παραμονή αναμονής

Τα Χριστούγεννα είναι ίσως η πιο αγαπημένη εποχή όλου του πλανήτη. Ακόμα και οι πιο περίεργοι, παράξενοι, γκρινιάρηδες, μονίμως κακόκεφοι άνθρωποι, θυμούνται πώς είναι να χαμογελάς.

Κι η παραμονή των  Χριστουγέννων είναι η προετοιμασία για την μεγάλη παραμονή της Πρωτοχρονιάς. 

Περνώντας τόσες μέρες με το στολισμένο δένδρο, μου ήρθε από τώρα η σκέψη για τα δώρα, τον Άγιο Βασίλη κ.λπ. 

Δεν θυμάμαι μέχρι πότε πίστευα στον Άγιο Βασίλη. Ούτε κι αν πίστευα στην πραγματικότητα. Από πολύ νωρίς είχα καταλάβει ότι τα δώρα στο δένδρο τα έβαζε η μαμά, ο μπαμπάς, ο παππούς, η γιαγιά. Ίσως κατόπιν μιας συνεννόησης με τον ειδικό αυτόν "άγιο", (που ως γνωστόν είναι και ξενόφερτος κλπ.) , φυσικά, τα πολύ πρώτα χρόνια της ζωής μου. 

Για αυτό και οι συμφωνίες "αν ήσουν/είσαι/θα είσαι καλό παιδί" δεν έπιαναν τόπο. Για αυτό και δεν γίνονταν. Μα θα μπορούσε ποτέ κανείς να δεσμευτεί για κάτι τέτοιο; Ζωή χωρίς σκανταλιές; Χωρίς μικροζημιές; Καθόλου εφικτό.

Το μεγάλο στοίχημα ήταν να έπαιρνα τα δώρα παρά τις όποιες ατασθαλίες. Παρά τις όποιες αναστατώσεις είχα φέρει όλη την χρονιά. 

Και έτσι γίνονταν τα πράγματα. Άνευ όρων δώρα κι άνευ όρων αγάπη. Κι προφανώς το δώρο μπορούσε να είναι το οτιδήποτε. Για να μην πω ότι το περιτύλιγμα και μόνο, ήταν αρκετό. Λίγη σημασία είχε τί κρυβόταν μέσα.

Βέβαια, μεγαλώνοντας τα πράγματα λίγο άλλαξαν. Το περιτύλιγμα άρχισα να το βλέπω με χαρά μεν, αλλά και λίγο διστακτικά, με φόβο τί μπορεί να κρύβει το περιεχόμενο. Αλλά όχι στα πραγματικά δώρα. Στα άλλα. Αυτά που «λέγονται», «παρουσιάζονται», «αναγγέλονται».

Τα πραγματικά δώρα δίνονται άνευ όρων. Όπως κι η αγάπη.

Υπάρχουν τόσα εκατομμύρια πράγματα με εκατομμύρια όρους στη ζωή, ας υπάρχει και κάτι άνευ. 

Δεν θα μπορούσε να λείπει κι ένα soundtrack, βέβαια. 

Ένα από τα πιο λατρεμένα κλασικά τραγούδια. Ταιριάζει πολύ με το δένδρο, τα δώρα, την αγάπη. Και με ένα ποτήρι κρασί. Και με ένα μελομακάρονο. Έτσι για καλό.

Άνευ όρων πάντα. 








Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

εξάγεται η μνήμη;

Μούσα: κατά το Λεξικόν του Σ. Δ. Βυζαντίου η λέξη προέρχεται (ή έχει την ίδια ρίζα) είτε α) από το ρήμα μάω/μάομαι ή μαίομαι που σημαίνει: «προσπαθώ επιμόνως, επιθυμώ με σφόδραν έφεσιν, κινούμαι με ορμή προς τα εμπρός, ζητώ, ερευνώ, αναζητώ και εν γένει προθυμούμαι», είτε β) από το ουσιαστικό μύθος που σημαίνει, ανάμεσα σε άλλα: «λόγος (προφορικός), ομιλία, συνομιλία, όμως και: διήγηση (ή και αφήγηση)». Επιπλέον σημαίνει: «λόγος ενδιάθετος, σκοπός, λογισμός». Πολύ σπάνια σημαίνει και: «στάσις και θόρυβος» ενώ τις περισσότερες φορές σημαίνει: «την πλαστήν ή αλληγορικήν ή αναφερομένην εις την σκοτεινήν ιστορίαν των αρχαιοτάτων χρόνων διήγησιν».

Μουσείον: ο χώρος που λατρεύονται οι Μούσες. Δηλαδή όλα τα παραπάνω.
Ένα μουσείο δηλώνει σκοπό, επίμονη προσπάθεια, ζήτηση, διερεύνηση, διάθεση. Κυρίως, όμως, δηλώνει αυτό που είναι: μύθος και λόγος, δηλαδή διήγηση αλληγορική (μύθος) και διήγηση αναλογική (επιστήμη).  

Δηλαδή, με λίγα λόγια, το μουσείο είναι μάθηση και μνήμη. 

Μήπως όμως και κάτι παραπάνω από αυτό; 
Ναι. Το μουσείο είναι και κοινωνικές σχέσεις. Έχουν ανθρωπολογικό χαρακτήρα. Οι ανθρωπολόγοι τα ονομάζουν «αρχεία υλικού πολιτισμού» ή «υλική έκφραση του πολιτισμού». 

Τί άλλο είναι το μουσείο;
Είναι και  ένας μαγικός κόσμος. Στην κυριολεξία. Τα αντικείμενα εκεί εκτίθενται σε έναν τρισδιάστατο  χώρο που περιλαμβάνει και το αντικείμενο και τον παρατηρητή/επισκέπτη. Προέρχονται από το παρελθόν και αυτό σημαίνει ότι ο επισκέπτης που τα βιώνει στον τρισδιάστατο χώρο πρέπει με κάποιον τρόπο να διασχίσει ένα φράγμα, ένα όριο μεγαλύτερο ή μικρότερο, περισσότερο ή λιγότερο αποτρεπτικό. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να υπερβεί ένα εμπόδιο: τη νεκρή ζώνη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και μπει στο ταξίδι του χωροχρόνου.

Αν αυτό δεν είναι μαγεία, τί είναι; 





Δεν υπάρχουν μόνο αρχαιολογικά Μουσεία. Υπάρχουν και Λαογραφικά και Ανθρωπολογικά και Σύγχρονης Τέχνης και Νομισματικά και Κεραμικής και Design  και πολλά ακόμα, αφού καθρεφτίζουν όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Μέχρι και Πολεμικό Μουσείο υπάρχει.
Και φυσικά, υπάρχουν παντού στον κόσμο.

Το εξοργιστικό, άκρως προκλητικό και προσβλητικό νομοσχέδιο «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και μετονομασία του σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων», που με λίγα λόγια μετατρέπει το πολιτιστικό αγαθό σε προϊόν, και το οποίο παρέχει την δυνατότητα εξαγωγής αρχαίων για 25+25 χρόνια, πέρασε στα ψιλά γράμματα, παρακάμπτοντας την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, Μουσειολόγους, Εθνολόγους και άλλες επιστημονικές ειδικότητες που δουλεύουν για τα μουσεία. 
Η δικαιολογία ότι «από το να μένουν στις αποθήκες γιατί να μην τα κάνουμε εξαγωγή» είναι σχεδόν ανήθικη.

Σας έχω νέα. 
Για τους επιστήμονες (αρχαιολόγους, μουσειολόγους, ανθρωπολόγους κ.λπ.), δεν υπάρχουν άχρηστα αντικείμενα. Είναι όλα σημαντικά.
Επίσης, στις αποθήκες των μουσείων δεν φυλάσσονται τα «άχρηστα» ή τα «περισσευούμενα». 
Όχι. Τα υπάρχοντα στις αποθήκες βγαίνουν και στις αίθουσες, καθότι ως γνωστόν, οι εκθέσεις στα μουσεία ανανεώνονται.

O George Orwell έγραφε πως «αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το παρόν, κι αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει και το παρελθόν». Το μουσείο είναι κατασκευαστής μνήμης και ιστορίας. Κατασκευαστής πολιτιστικής ταυτότητας.

Τα μουσεία δεν είναι μαυσωλεία. 
Δυστυχώς στο σχολείο ποτέ κανείς δεν μου το είπε αυτό. 
Ευτυχώς το ανακάλυψα μόνη μου.

Το brand name μιας χώρας (για να μιλήσω και με εμπορικούς όρους), οποιασδήποτε χώρας, οποιουδήποτε πολιτισμού, δεν είναι τα ιστορικά αντικείμενα, από μόνα τους. 
Είναι ο σεβασμός που έχουν οι άνθρωποι για αυτά. 
Και σε αυτό, δυστυχώς, έχουμε αποτύχει.
Και επισήμως πλέον.
Με νόμο.

Βιβλιογραφία
Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, Λαογραφικά μουσεία, πολιτισμική ταυτότητα, ιστορική μνήμη
Σ.Δ. Βυζάντιος, Λεξικόν Ελληνικόν (Α΄ έκδ. 1851)
M. Ames, Museums, the Public and Anthropology, 1986




Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

η αριθμητική της ανάγνωσης

Madeline Gins. Αμερικανίδα ποιήτρια, φιλόσοφος και αρχιτέκτονας. Σε ένα από τα αριστουργήματά της, το Word Rain, το 1969, μεταξύ άλλων αναλύει τον μαθηματικό τύπο που κρύβεται πίσω από την λειτουργία της ανάγνωσης, μιας οποιασδήποτε σελίδας που αποτελείται (τυπικά) από 300 λέξεις.

Η ανάγνωση ποτέ δεν ήταν μια απλή υπόθεση.
Ιδού και η απόδειξη:
(από το πρωτότυπο)
P= Page W=Word A=Attention G=a Group of Words
P=300W
P + A = A(G) + 300W - G
In order for P to be read we must have the situation of P - P brought about by A. This would enable us to consider the operation complete and turn the page.
G = 3W
P + A = A (3W) + 300W - 3W
P + A = 3WA = 297W
A = 3WA + 297W - P (P = 300W)
A = AWA - 3W
The operation can continue iff* (*if and only if)
A = A² = A³
(A²) - A = 3WA - 3WA²
iff A³ = A²
then
A³ = A³ (3W - 3W)
100 A³ = 100 A³ (3W-3W)
*100 A³ = A³ (300W-300W) or (P - P)
The Page Has Been Read.
Tom Barman, ποιά είναι η δική σου αριθμητική θεωρία;




Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

ταξίδι-αστραπή στην άλλη άκρη της Γης...

Θυμάμαι την κλασική διαφήμιση τα καλοκαίρια με τον «Εσκιμώο» για την μάρκα με το παρόμοιο όνομα.

Ποτέ δεν την βρήκα πετυχημένη. Περισσότερο με θύμωνε παρά με διασκέδαζε. Ίσως επειδή παρουσίαζε μια καρικατούρα χασκογελούσα, που έπρεπε να φαίνεται «διαφορετική», για να πείσει. Και συνήθως στο κάδρο υπήρχε και άλλος ένας «κανονικός» άνθρωπος, για να γίνει πιο έντονη η διαφορετικότητα.

Τον «Εσκιμώο» τον ξαναβρήκα μπροστά μου σε ένα από τα μαθήματα Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Α.Π.Θ, στα πλαίσια των σπουδών μου στην Αρχαιολογία.

Και τον γνώρισα αρκετά. Και τον βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση. Αυτόν και τον πολιτισμό του, τον χώρο και το περιβάλλον του, όπως και  την τάξη του κόσμου του.

Το Petit Robert, καταρχήν αναφέρει: «Οι Εσκιμώοι, συγγενείς των Αλεούτιων της Σιβηρίας, ξεχωρίζουν για τα μογγολικά τους χαρακτηριστικά, το μικρό ύψος, τα μαύρα σκληρά μαλλιά και τα μικρά τους πόδια και χέρια. Κατοικούν στην αρκτική και υπο-αρκτική ζώνη της Γροιλανδίας, του Καναδά και των ΗΠΑ (Αλάσκα). Ο πληθυσμός τους είναι μόλις 50.000. Οι κυριότερες διάλεκτοι της εσκιμο-αλεούτιας γλώσσας είναι η ίνουπικ και γίουπικ. Κυνηγούν και ψαρεύουν στην τούντρα, που μένει παγωμένη εννιά μήνες. Κατοικούν σε ιγκλού, καλύβια και σκηνές. Είναι ανιμιστές και πιστεύουν στον σαμανισμό. Οι περισσότεροι έχουν εκχριστιανισθεί».


Έχω νέα. 

Καταρχήν οι «Εσκιμώοι» δεν ονομάζονται έτσι. Το πραγματικό τους εθνωνύμιο είναι Ίνουιτ. Τί σημαίνει Ίνουιτ; Σημαίνει «Άνθρωποι» (Ίνουκ σημαίνει το ανθρώπινο ον).

Κατά δεύτερον, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι χαμένοι στα πέρατα του κόσμου (με την έννοια της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης). Όχι. Υπάρχει η Νούναβουτ, η αναγνωρισμένη πατρίδα τους στον Καναδά.

Κι άλλα νέα. 

Οι Άνθρωποι λοιπόν αυτοί, οι τόσο «ξένοι» σε εμάς, πιστεύουν πως ο κόσμος δεν υπάρχει αν δεν ανακαλυφθεί, αν δεν φανερωθεί σε αυτούς που προσπαθούν να τον κατακτήσουν με το βλέμμα, με τον λόγο ή με τις πράξεις τους. 

Δηλαδή, σκέφτονται. Ναι.

Άλλη «απορία». Μα πώς μπορούν και ζουν άνθρωποι σε τέτοιο περιβάλλον;

Για τον δυτικό, λεγόμενο, πολιτισμό, που εδώ και αιώνες έχει ταυτίσει το «περιβάλλον» με κάθε λογής καρπούς και ζώα σε ανθισμένους καταπράσινους παραδείσους, το απέραντο κατάλευκο τοπία της Αρκτικής μοιάζει σχεδόν με άρνηση του περιβάλλοντος.

Ακολουθούν συγκλονιστικά νέα.

Τα καλοκαίρια είναι σύντομα, αλλά φέρνουν υπέροχη ανθοφορία της τούντρας και την ανάπτυξη τόσο των μόνιμων όσο και των ημιμόνιμων ζώων που την κατοικούν. Οι χειμώνες είναι ατέλειωτοι, φοβερά κρύοι και επιβαρύνουν πολύ τις ικανότητες των κατοίκων της Αρκτικής για επιβίωση. Στη ζώνη της τούντρας οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από 10 έως -60 βαθμούς Κελσίου. 

Το χειμωνιάτικο τοπίο διακόπτεται από τις κινούμενες μορφές ζώων και ανθρώπων και από τα ίγκλου. Η ιδιότητα του πάγου να συγκρατεί στρώματα παγιδευμένου αέρα και να λειτουργεί ως μονωτικό είναι σημαντική και για τους ανθρώπους και για τα ζώα που βρίσκουν καταφύγιο σε κοιλώματα του πάγου ή κάτω από αυτόν.

Την άνοιξη, όμως, εμφανίζονται δροσερά λιβάδια με βρύα και λειχήνες, χόρτα, χαμόδεντρα και θάμνοι με μούρα. 

Ναι, οι Ίνουιτ ξέρουν και τα μούρα.

Οι Άνθρωποι αυτοί ζουν κυριολεκτικά στα όρια της Οικουμένης. Προσάρμοσαν δημιουργικά τον τρόπο ζωής τους στο τραχύ περιβάλλον της Αρκτικής. Δεν προσπάθησαν να κάνουν το αντίστροφο. Αυτό είναι μανία και χαρακτηριστικό των δυτικών ανθρώπων. Των «πολιτισμένων».

Η επικοινωνία τους με τη φύση είναι άμεση και η σχέση τους με αυτήν χαρακτηρίζεται από την μετρημένη ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον. Η φύση ως πραγματικότητα και ως έννοια διατρέχει τον πολιτισμό τους.

Μα έχουν πολιτισμό οι Ίνουιτ;;

Είδηση βόμβα.

Έχουν Μύθους, Αφηγήσεις που απεικονίζονται στα φυλαχτά τους. 

Έχουν Θεωρίες και αντιλήψεις για την ζωή. Πιστεύουν πως η σκέψη βρίσκεται εκτός, έξω από τον άνθρωπο. Η ίδια λέξη σημαίνει σκέψη και έξω, εξωτερικός κόσμος: η σκέψη, η πνοή, η ανάσα, η ψυχή ταυτίζονται με τον αέρα, τον καιρό, τον ουρανό, τον κόσμο, το σύμπαν.

Έχουν Γλώσσα. Ινούκτιτουτ είναι η γλώσσα των Ίνουιτ του Καναδά. Αποτελείται από αρκετές διαλέκτους που συγγενεύουν με άλλες που ομιλούνται στην Βόρεια Αλάσκα και την Γροιλανδία.

Έχουν Ταφικά Έθιμα. Όταν κάποιος πέθαινε, τοποθετούσαν δίπλα στο σώμα του τα σπουδαιότερα σύνεργά του: το έλκηθρο ή το καγιάκ. Σπάνια έσκαβαν τάφους, επειδή ακόμα και το κατακαλόκαιρο, το έδαφος μένει παγωμένο λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια. Το καλοκαίρι τύλιγαν το σώμα του νεκρού με δέρματα και το άφηναν πάνω στη γη ή το σκέπαζαν με σωρό από πέτρες. Το χειμώνα παράχωναν τα σώματα στον πάγο. Ο χώρος που καθοριζόταν ως «νεκροταφείου» σήμαινε ταυτόχρονα και την μετακίνηση, έστω μικρή, λίγο παραπέρα για να παραμείνει ο χώρος ιερός και άθικτος.

Έχουν Αρχιτεκτονική. Στα δικά τους μάτια τα ίγκλου είναι σύνθετα, πολύπλοκα, πολυδιάστατα. Αλλάζουν συνεχώς σχήμα, όπως τα σύννεφα στον ουρανό. Το ίγκλου διαιρείται κάθετα σε δύο χώρους: προς τη μεριά της εισόδου το νάτικ, χώρος υποδοχής και τοποθέτησης αντικειμένων και το ίκλικ, χώρος διαμονής, ύπνου, ξεκούρασης. Ενίοτε υπάρχουν και βοηθητικοί χώροι είτε ενσωματωμένοι μέσα στο ίγκλου είτε χτισμένοι ως παραρτήματα.

Και το καλύτερο για το τέλος.

Είναι και χορευτές καταπληκτικοί. Μοιράζονται τις στροφές, μοιράζονται τους ρυθμούς. Ο χορός έχει σαφείς αναφορές στον συμβολισμό του κυνηγιού, αρχίζει με αργό ρυθμό που σιγά σιγά κλιμακώνεται. Εκθέτουν το προσωπικό τους στυλ και την υπεροχή τους «με σεμνότητα, για να μην θίξουν τους άλλους».

Οι Ίνουιτ φτιάχνουν τον κόσμο τους και φτιάχνονται απ’ αυτόν, αφού τον ελευθερώνουν με τον λόγο, όπως ο γλύπτης ελευθερώνει με το κοπίδι από την πέτρα τη ζωή που κρύβεται μέσα της.

«Κρατάει την πέτρα στα χέρια: “Ποιός είσαι;” ρωτάει. “Τί κρύβεται εκεί;”. Και αγγίζοντάς την αναφωνεί: “Α, να την, μια φάλαινα!”. Ήδη κρατάει στα χέρια μια φάλαινα, και είναι η τέχνη αυτών των επιδέξιων χεριών που θα την βοηθήσει να προβάλει μέσα από την ύλη, για να αρχίζει να ζει – ό,τι και αν σημαίνει αυτό».

Η πέτρα που γίνεται φάλαινα δεν είναι πράγμα. Είναι πράξη. Είναι πράξη ζωής, όπως το τραγούδι. 

«Τα τραγούδια είναι σκέψεις. Σκέψεις που βγαίνουν με την ανάσα των ανθρώπων, όταν συγκινούνται από τις μεγάλες δυνάμεις και δεν τους φτάνει πια η συνηθισμένη ομιλία».

Ίσως, για να μην πω σίγουρα, ο ωραιότερος και πιο συγκινητικός ορισμός για το τί σημαίνει τραγούδι. 

Δεν ξέρω αν η διαφήμιση εκείνη παίζεται ακόμα. 

Ξέρω όμως γιατί, τελικά, δεν την βρήκα ποτέ αστεία. Ή έστω, χαριτωμένη.


Βιβλιογραφία:

Boas Franz, The Central Eskimo, 1964

McMillan Alan, Native Peoples and Cultures of Canada, 1995

Williams Stephen, The Inuit Today, 1985





Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

6.12.2008


Από τα απογεύματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Γυρνώντας με το αυτοκίνητο και διασχίζοντας την Ακαδημίας.

Ασφυξία από τα δακρυγόνα και μια μυρωδιά θανάτου.

Μέσα σε λίγα λεπτά ακούω από το ραδιόφωνο τί είχε γίνει κάποια ώρα πριν.

Το στομάχι δέθηκε κόμπος και ταυτόχρονα η πρώτη σκέψη «αδύνατον, δεν γίνεται, κάποιο λάθος έχει γίνει, παραπληροφόρηση».

Δυστυχώς όχι. 

Τα «νέα» ήταν μαύρα.

Σαν εκείνο το απόγευμα.

Δεν χρειάζονται άλλα λόγια.

Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος άθελά του έγινε ορόσημο για την έναρξη μιας εποχής βίας, ασυδοσίας, κατάχρησης εξουσίας και όλα τα κακά του κόσμου.

.................... 

ΥΓ. Η περιφρούρηση των δικαιωμάτων δεν επιτυγχάνεται με την περιφρούρηση κάποιων χιλιάδων αστυνομικών.. έτσι για την ιστορία..

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

αντιλεξικό

Τα quotes δεν είναι ζωή. 

Το life training, life coaching δεν είναι ζωή.

Ίσως είναι πολύ καλά βοηθήματα. Ίσως είναι οι πατερίτσες που ενίοτε χρειάζονται για αποκατασταθεί η ισορροπία στα πόδια μας.

Αλλά δεν είναι η ίδια η ζωή.

Ο εγκλεισμός δεν είναι ζωή. Είναι Αντι-ζωή

Οι άνθρωποι, το διάβασμα, η μουσική, ο χορός, η ζωγραφική, το θέατρο, τα μουσεία είναι ζωή.

Το διάβασμα, η μουσική, ο χορός και όλα τα παραπάνω χωρίς ανθρώπους γύρω, μόνοι μας, μέσα σε κάποια όσα τετραγωνικά μέτρα, χωρίς να είναι κατ’ επιλογήν, όχι, δεν είναι ζωή.

Είναι πολύ καλά στηρίγματα για να μην καταρρεύσει το κτίριο.

Οι Ήρωες, συνήθως γίνονται ήρωες εκουσίως. Συνήθως.

Υπάρχουν και Αντι-ήρωες; Ναι. Υπάρχουν. 

Και έχουμε γίνει όλοι μας, με το να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο από το να είμαστε θεατές. Και αυτό έγινε ακουσίως. Δυστυχώς.

Κάθε δυσκολία έχει και την θετική της πλευρά. 

Κάθε τι αρνητικό, κάπου κρύβει έστω και ένα ψήγμα θετικού.

Όμως, ψήγμα. Δείγμα. Δεν αλλάζει την γενική εικόνα. 

Όσα μαγικά και αν δοκιμαστούν, η πραγματική εικόνα είναι σκληρή, αμείλικτη. 

Η αντι-ζωή ίσως να τρέφεται με ψήγματα. Να της είναι αρκετά κάποια «δείγματα», μικρές υποψίες φωτός.

Η πραγματική ζωή όμως είναι άλλο. 

Είναι άσπρο και μαύρο μαζί. Είναι αντιθέσεις, κίνηση, τόλμη, ρίσκο, ελευθερία.

Φως. Και κανείς δεν μπορεί να βαπτίσει το σκοτάδι, φως. 

Ανυπομονώ να ξαναθυμηθώ πώς είναι να περπατάς χωρίς πατερίτσες.

Πώς είναι η ζωή, δηλαδή.

*για να μην πω πώς είναι 10 ολόκληρες νέες ζωές.. Molly Nilsson, τι λες;




Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

η ζωή χωρίς ...

Μάρτιος 2020.

Ο μήνας που σταμάτησε τον χρόνο. Που άλλαξε τα πάντα. Βίαια, αιφνιδιαστικά και καθολικά.

Και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση της ελπίδας. Όλα θα επανέλθουν. Ένα μικρό διάλειμμα είναι. Δεν γίνεται να συνεχιστεί για πολύ αυτό. Δεν είναι ζωή αυτή. Αλλά θα είναι για λίγο. 

Νοέμβριος 2020.

Ο μήνας που κλείδωσε τον χρόνο. Που τόλμησε να βγάλει γλώσσα στον Μάρτιο. «Μπορώ και χειρότερα. Και το αποδεικνύω». 

Δεν  θα πω για τα αυτονόητα, όπως π.χ. για το πόσο έχω μισήσει τους αριθμούς αυτήν την περίοδο (ασθενών, διασωληνωμένων και δυστυχώς νεκρών).

Δεν θα πω για τα αυτονόητα, όπως π.χ. για το πόσο σε κενό αέρος νιώθω όπως και όλοι οι άνθρωποι γύρω μου.

Δεν θα πω για τα αυτονόητα, όπως π.χ. για την υπέρμετρη ανησυχία μιας λανθασμένης κίνησης ή μιας παράλειψης που μπορεί να αποβεί μοιραία και εν αγνοία μου για τους συνανθρώπους μου.

Δεν θα πω για τα αυτονόητα, όπως π.χ. για το πόσο πεθαίνω να αγκαλιάσω σφιχτά και να αγκαλιαστώ, να φιλήσω και να φιληθώ, να αγγίξω και να θυμηθώ πώς είναι. Χωρίς φόβο και αγωνία.

B a r.

μερικά από τα αγαπημένα μου... 


Για αυτό θα πω. Για τον χώρο, το σημείο, τον πυρήνα που η ζωή βάζει τα καλά της και σου ανοίγει την πόρτα. Για το σημείο που είναι μαζεμένες όλες οι χαρές.

Άνθρωποι. Γνωστοί και άγνωστοι, που πολύ εύκολα γνωστοί άγνωστοι γίνονται γνωστοί. 

Μουσική. Κάνει την δουλειά της με τον καλύτερο τρόπο. Κινεί τα νήματα όπως κινεί και το σώμα. 

Χορός. Η έκρηξη στον χώρο. Ένα γράμμα και ένας τόνος διαφορά.

Βλέμματα. Διαπερνάνε τοίχους, εμπόδια, θόρυβο.

Γέλια. Ακόμα και μια δυσάρεστη αφήγηση, εκεί παίρνει άλλη διάσταση.

Αγκαλιές. Σίγουρα κάποια στιγμή θα γίνει. Γιατί έτσι. Χωρίς λόγο.

Αν κάτι μου έχει λείψει αφόρητα, λοιπόν, είναι το μπαρ. 

Εκεί που συμβαίνουν όλα όσα είναι απαγορευμένα σήμερα.

Δεν ξέρω αν θα έχει μείνει κάτι ίδιο, ακόμα και όταν επανέλθει μια «κανονικότητα». Μάλλον όχι.

Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι θα έχουμε μείνει οι ίδιοι. Μάλλον όχι. 

Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι το μπαρ είναι φυσικός μου χώρος. Όπως είναι και το νερό. 

In a bar under the sea. Οι Deus σαν το ήξεραν.







Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

φράσεις χωρίς κλειδιά...

«Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό».

Συνήθως λέγεται μετά από κάτι παρ’ ολίγον καταστροφικό, κάτι που έχει φτάσει στα όρια τις αντοχές, το κουράγιο και την δύναμη.

Και πάντα σκέφτομαι: «Μπορεί να μην με σκότωσε, πρακτικά. Ίσως με σκότωσε εσωτερικά όμως. Να τραβήχτηκε η πρίζα από την μηχανική υποστήριξη που με βοηθούσε να το αντιμετωπίσω, και τώρα απλά να μην έχω δύναμη για τίποτα άλλο. Όχι πιο δυνατό, αλλά αντίθετα, πιο αδύναμο και εξαϋλωμένο από ποτέ με άφησε». Ναι, υπάρχει και αυτή η πιθανότητα. Η εκδήλωση αδυναμίας είναι ίσως μεγαλύτερη δύναμη. 

«Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το συμπάν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». 

Συνήθως λέγεται για παρηγοριά σε μια ατελείωτη αναμονή για κάτι. Για κάτι που δεν περνάει από το χέρι μας, για κάτι που είναι στο χέρι κάποιου άλλου. 

Και πάντα σκέφτομαι: «Αν όντως συνέβαινε αυτό, πολύ απλά ο κόσμος θα ήταν ο ιδανικός κόσμος. Όλοι θα είχαν όσα θα ήθελαν, οι επιθυμίες θα εκπληρώνονταν με αυτό το μαγικό ραβδάκι και «αντίο δυστυχία, φτώχεια, μιζέρια, αδικία, πόνε, δεν υπάρχετε, το σύμπαν κάνει τη δουλειά του». Μα αυτή είναι η δουλειά του σύμπαντος; Πόσο εγωκεντρικό (εκτός από σχεδόν παιδικό) είναι όλο αυτό;

«Τέλος καλό, όλα καλά».

Τόσο η αρχή όσο και το τέλος είναι πάντα σημαντικά. Εξ ίσου σημαντικό όμως είναι και το ενδιάμεσο. Σίγουρα όταν τελειώνει ένας εφιάλτης, κάτι δύσκολο, κάτι επίπονο, κάτι που έφερε τα πάνω κάτω στην καρδιά και το μυαλό, είναι κάτι καλό από μόνο του. Όμως ό,τι προηγήθηκε δεν πετάγεται στα σκουπίδια. Δεν το αφήνουμε απλά στην άκρη, ούτε το κουκουλώνουμε. Είναι κομμάτι όλης της διαδικασίας που κάνει ακόμα πιο δυνατό αυτό το «τέλος». Ποτέ δεν μπορεί να είναι όλα καλά, κάτι έγινε πριν. Και αυτό το κάτι και το πριν, όσες προσπάθειες και να γίνουν, θα είναι πάντα εδώ. Για να θυμίζουν το καλό τέλος.

«Ό,τι δεν μπορείς να αποφύγεις, απόλαυσέ το».

Η απόλυτη έκφραση απόγνωσης. 

Η προσπάθεια κι η επιθυμία να αποφύγω κάτι, σημαίνει ότι δεν θέλω να το ζήσω. Δεν θέλω καν να διανοηθώ να περάσει από δίπλα μου κι εγώ από δίπλα του. Είναι αδύνατον να απολαύσω το οτιδήποτε που στην πραγματικότητα δεν θα ήθελα να μου συμβεί. Ίσα ίσα, το κλωτσάω όσο πιο δυνατά γίνεται. Παλεύω με νύχια και με δόντια και αντιστέκομαι όσο δεν πάει. Και τελικά, να το υπομείνω, αν δεν γίνεται αλλιώς; Ίσως. Να προσπαθήσω να το ελέγξω; Ίσως. Να δείξω υπομονή μέχρι να περάσει; Ίσως. Να ευχηθώ να με αφήσει όσο πιο αλώβητη γίνεται; Σίγουρα.

Οι λέξεις είναι ένας μαγικός κόσμος. 

Όταν γίνονται φράσεις, γίνονται πολλοί κόσμοι μαζί. 

Και μέσα σε όλους αυτούς τους κόσμους ο καθένας βρίσκει τον χώρο του και έχει δικαίωμα να τους αντιλαμβάνεται όπως θέλει.

Δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα λόγια. Κι ίσως εκεί κρύβεται όλη η ουσία των πραγμάτων και της ίδιας της ζωής.

Dear Life, που λέει κι η Molly Nilsson...


Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Ποιά είναι η άποψή σας, κ. Einstein;

«Δύο πράγματα είναι άπειρα: το Σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, αν και για το Σύμπαν δεν είμαι σίγουρος».


Αυτή η φράση αποδίδεται στον Albert Einstein (κάτι που όμως δεν υπήρξε ποτέ επισήμως επιβεβαιωμένο).

Λίγη σημασία έχει.

Για το Σύμπαν, σίγουρα δεν είμαι ο καταλληλότερος άνθρωπος για να εκφράσει γνώση. Και σίγουρα δεν είναι αυτό το θέμα μου.

Η ανθρώπινη βλακεία. Ούτε κι αυτό δεν είναι το κυρίως θέμα. Θα καταλήξω όμως μάλλον εκεί.

Αν ο φοβερός αυτός τύπος με το μονίμως όρθιο (σήμα προς το σύμπαν;) κατάλευκο μαλλί και με το βλέμμα του Ντένυ του Τρομερού που μόλις έχει κάνει την σκανταλιά (τύπου, «μόλις ανακάλυψα νέο Γαλαξία αλλά δεν θα το πω σε κανέναν ακόμα» ή «ο χρόνος δεν υπάρχει και η βαρύτητα στην πραγματικότητα μάς κάνει να πετάμε κι όχι να πέφτουμε»), ζούσε σήμερα και εδώ, στην Ελλάδα, νομίζω ότι θα το έλεγε κάπως αλλιώς: στη θέση της «ανθρώπινης βλακείας» θα έβαζε την «ελληνική λαμογιά/παγαποντιά/ικανότητα για εξαπάτηση», ό,τι έβρισκε πιο ταιριαστό, εν πάση περιπτώσει.

Διαχρονική «αξία» η λαμογιά. Και καθόλου τυχαία η επιλογή της λέξης, διότι είναι στα όρια του αγοραίου, του χυδαίου, του ανήθικου (με την κλασική έννοια του όρου). Ό,τι ακριβώς δηλαδή είναι στην πραγματικότητα αυτό που περιγράφει.

Μέσα σε όλες τις προσωπικές μάχες που κατά καιρούς καλούμαστε να δίνουμε, ζώντας σε μια χώρα με χίλια καλά αλλά και με άλλα τόσα στραβά, η λαμογιά είναι μια διαχρονική μάχη, που πάντα θα υπάρχει. Παντού, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για την πολιτική, δεν χρειάζεται να αναφερθώ καν.

Πάντα θα ακούσω ιστορίες δικών μου ανθρώπων που έπεσαν θύματα. Και φυσικά, δεν έχω μόνο ιστορίες από άλλους. Έχω και προσωπικές ιστορίες. Ευτυχώς μόνο στον επαγγελματικό τομέα. 

Λαμογιά: (η), θηλυκό, ουσιαστικό προερχόμενο από το ουσιαστικό «λαμόγιο» (οι ρίζες είναι ιταλικές ή ισπανικές, οι γνώμες διίστανται).

Ο δικός μου ορισμός:

Είναι η αίσθηση ότι υπάρχει πάντα μια μπανανόφλουδα στο πάτωμα που αν τυχόν τρέχοντας λίγο, για να κάνεις το καλύτερο και να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, δεν την παρατηρήσεις, γλιστράς και χτυπάς. Είναι σίγουρο. Αυτό που δεν είναι σίγουρο είναι το πόσο σοβαρό είναι το χτύπημα κάθε φορά.

Είναι η αίσθηση ότι ό,τι λες και ό,τι κάνεις, ανά πάσα στιγμή όχι μόνο μπορεί να γυρίσει boomerang απλά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι εναντίον σου. 

Είναι η αίσθηση ότι είσαι τόσο λίγος και τόσο χαζός για να τα βγάλεις πέρα που είτε παραδίδεις τα όπλα είτε πελαγοδρομείς προσπαθώντας να καταλάβεις τί γίνεται γύρω σου.

Είναι η αίσθηση ότι έχεις κερδίσει τον κόσμο ολόκληρο, αν έστω και λίγο καταφέρεις να την κερδίσεις, ή έστω να την αναχαιτίσεις. Ή να την αποκαλύψεις. 

Ξέρω ότι ποτέ ο κόσμος δεν ήταν αγγελικά πλασμένος. Προφανώς.

Ξέρω ότι τέλειες κοινωνίες δεν υπάρχουν, διότι δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι.

Ξέρω ότι από κακοτοπιές είναι γεμάτος ο τόπος. 

Δεν ζούσα ποτέ σε φούσκα. Ευτυχώς

Έμαθα όμως την λαμογιά από πολύ κοντά. Την έχω ζήσει με πολλές μορφές και στην πραγματικότητα ποτέ δεν με αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Δυστυχώς.

Με το πέρασμα του χρόνου έμαθα αν όχι να την αναγνωρίζω αμέσως, όμως να την διαισθάνομαι. Ευτυχώς.

Πέρασε αρκετός καιρός όμως με τον φόβο ότι θα βγω χαμένη μάλλον, οπότε έχασα μερικές ευκαιρίες για υψώσω ανάστημα. Δυστυχώς.

Με θυμώνει ακόμα πολύ, ξεσηκώνει μέσα μου όλη την αίσθηση και την αγωνία του δικαίου που με διακατέχει, με απωθεί όσο λίγα πράγματα στον κόσμο. Ευτυχώς

Και αν είμαι σίγουρη για κάτι, είναι ότι δεν είναι μεταδοτική. Όχι. Όσο και αν περιβάλλεσαι από αυτήν, όσο και ξυστά από δίπλα σου και περνά, δεν κολλάει.

Ευτυχώς.

Αν είχα να διαλέξω, λοιπόν, μεταξύ ανθρώπινης βλακείας και λαμογιάς, χωρίς καθόλου σκέψη θα διάλεγα το πρώτο.

Δεν είμαι και Einstein άλλωστε.....



Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

ιπτάμενο όχι, αλλά πράσινο;...

Από μικρή είχα μια άρνηση στα σετ. Στο απόλυτο ταίριασμα. Στο «αυτό πάει πολύ με εκείνο αλλά καθόλου με το άλλο». Αμέσως ερχόταν ένα «και γιατί; ποιός το λέει αυτό;». 

Μεγαλώνοντας και βλέποντας ότι είναι κάτι που με ακολουθεί κατά πόδας, φανατικά και ισχυρά και κατ’ εξακολούθηση, το έψαξα λίγο.

Μήπως επειδή μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον από πολύ διαφορετικούς ανθρώπους μεταξύ τους (ακόμα και με γονείς τέτοιους) που όμως πάντοτε και με κάποιο τρόπο όλοι συνυπήρχαν μεταξύ τους ειρηνικά και ωραία;

Μήπως μια απολύτως συμβατή εικόνα μού δημιουργεί μία αίσθηση εγκλωβισμού και περιορισμού; (*αυτό σίγουρα, για αυτό και θα δυσκολευόμουν αν τυχόν έκανα μια εργασία που θα απαιτούσε κάποιο είδος στολής).

Μήπως είναι μια μορφή «αντίστασης» σε κάποιους άγραφους κανόνες που κατά βάθος ίσως κανείς δεν θέλει να ακολουθεί αλλά τελικά όλοι λίγο πολύ το κάνουν (κάνουμε);

Μήπως επειδή δεν μπορώ σε όλους τους τομείς της ζωής μου να είμαι αναρχοαυτόνομη, αυτός του ταιριάσματος, να είναι το πεδίο δράσης μου; 

Μάλλον λίγο από όλα τα παραπάνω.

Έχω ζήσει πολλά χρόνια με βλέμματα γύρω μου που να κοιτάζουν με μια απορία: «μα τώρα τί σχέση έχει αυτό με εκείνο; μα τώρα τί σχέση μπορείς να έχεις με αυτόν/ ήν; μα τώρα, πώς αποφάσισες από εδώ που είσαι να πας εκεί; μα τώρα πώς μπορείς ταυτόχρονα να είσαι αυτό αλλά και εκείνο; πώς από την αρχαιολογία βούτηξες στην γραφιστική;».

Θαρρείς και όλα στη ζωή είναι σετ. 

Έχω νέα. Όχι. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να συμβεί αυτό. 

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αν δεν συμβεί, όχι απλά είναι πλήρως φυσιολογικό, είναι και υγιές. Μάλιστα.

Όταν το λεγόμενο «mix and match» μπήκε στη ζωή μας κι άρχισε να εμφανίζεται σε διάφορους τομείς που έχουν να κάνουν με μόδα, με design κ.λπ., είπα αμέσως μέσα μου «ουφφφ, επιτέλους, απελευθέρωση, δεν θα είμαι μόνο εγώ αυτή που μπορώ να βάλω το ότινάναι χρώμα και να το συνδυάσω με το άλλο ότινάναι χρώμα», και ταυτόχρονα ένα «οκ, και ποιός είναι ο νεωτερισμός τώρα εδώ;».

Ως graphic designer πολλές φορές πηγαίνω κόντρα στο αναμενόμενο. Άλλες φορές γίνεται αποδεκτό άλλες όχι. Όμως το τολμώ. Πολλές φορές βλέπω βλέμματα τρομοκρατημένα «μα, αυτό είναι τελείως εκτός ...».. «Εκτός τι; Της πεπατημένης; Του κανόνα; Των όποιων συμβάσεων που υπάρχουν; Το θέμα είναι: Εσάς σας αρέσει;». Όταν η απάντηση είναι «όχι», εκεί τελειώνει η συζήτηση. Όταν βλέπω ένα σπινθήρα που θέλει να ανατιναχτεί αλλά διστάζει, δίνω το τελικό χτύπημα και ωπ, μαγική εικόνα.

Το ίδιο και με τους ανθρώπους. Ούτε οι άνθρωποι πάνε σετ. Ευτυχώς.

Είναι όπως το χαλί στην είσοδο του σαλονιού μου. Ένα παράταιρο χαλί. Πράσινο (πολύ διαφορετικό από όλα τα πράσινα που υπάρχουν στον χώρο μου), στρογγυλό και με ένα περίεργο μοτίβο.

Πολλά βλέμματα έχουν αναρωτηθεί «μα πως, τί σχέση έχει, περίεργο». Και μετά από λίγες ώρες, ή μέρες ή μήνες «πάντως τελικά αυτό το χαλί δεν είναι τόσο άσχετο» «κοίτα να δεις τελικά που ταιριάζει και με όλο το υπόλοιπο».

Δεν είναι το χαλί. Είναι η ελευθερία να είμαι διαφορετική, ακόμα και στα πιο απλά. Γιατί δυστυχώς, η ελευθερία δεν είναι μόνο στα δύσκολα.

Και το βασικότερο: είναι η ελευθερία στο να υπερασπίζομαι το όποιο διαφορετικό υπάρχει στο μυαλό και στην καρδιά. 

Λατρεύω το total black. «Μα πάλι μαύρα; Μα γιατί;». Η απάντηση:  «Γιατί το μαύρο είναι το πιο φωτεινό χρώμα, αρκεί να μπορείς να το δεις».

Αλλά λατρεύω και το μωβ με το καφέ και με κάποιες πινελιές πράσινου και μικρές λεπτομέρειες από βυσσινί που θα τελειώνουν με λίγο πορτοκαλί ώστε στο τέλος να φαίνεται σαν κόκκινο με μπλε πουά. «Μα όλα αυτά μαζί; Πώς γίνεται αυτό;» Η απάντηση:  «Γιατί όλα πάνε με όλα. Αρκεί να μπορείς να το δεις».

Ίσως όλοι έχουμε ένα πράσινο χαλί, που είτε λίγο πριν το επιλέξουμε ή αφού το κάνουμε, σκεφτόμαστε «τί θα πουν οι άλλοι;». Όταν όμως το ξεδιπλώσουμε, το χαζέψουμε και καθήσουμε πάνω του οκλαδόν, η σκέψη έρχεται μόνη της: «εμένα μου αρέσει». Και σίγουρα, θα αρέσει και στους άλλους, στο τέλος.

Αλλά και να μην, δεν θα πάψει ποτέ να είναι το αγαπημένο σου λίγο παράταιρο πράσινο χαλί σου. 







Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

η ησυχία που γκρεμίζει τοίχους...

Με την σύγχρονη ελληνική μουσική δεν τα πάω καθόλου καλά. Δηλαδή δεν την ακούω. Την λεγόμενη «έντεχνη» σκηνή και άλλα διάφορα. Δεν με αφορά. Βέβαια, ούτε και με την παλαιότερη. Τώρα που το σκέφτομαι, με την ελληνική μουσική γενικώς, πλην ελαχίστων (που δεν είμαι και πολύ σίγουρη επίσης) εξαιρέσεων. Γιατί συμβαίνει αυτό, είναι άλλο θέμα, με το οποίο σίγουρα θα καταπιαστώ κάποια στιγμή.

Ωστόσο, υπήρχε μια Ελληνίδα τραγουδοποιός που από μικρή συμπαθούσα πάρα πολύ, χωρίς να είμαι ούτε φανατική των τραγουδιών της, ούτε να την ακούω και συχνά. Σχεδόν καθόλου δηλαδή. Που, όμως, για κάποιον λόγο ασκούσε πάνω μου μία γοητεία ιδιαίτερη. Η φωνή της; Οι στίχοι της; Η αντίληψή της για τον κόσμο;

Διαβάζοντας μια συνέντευξη και κυρίως παρακολουθώντας (μάλλον) την τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη σε κρατικό κανάλι, λοιπόν, επιβεβαιώθηκα. 

Ναι, η Αρλέτα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Η περίπτωση που αν βρισκόταν οπουδήποτε εκτός Ελλάδας, θα είχε σίγουρα δημιουργήσει μια άλλη πορεία. Το «μελαγχολικό» κορίτσι, που τελείωσε την Καλών Τεχνών, που δεν την ένοιαζε ποτέ η εξωτερική της εμφάνιση. Το μόνο και βασικό της αξεσουάρ, η κιθάρα της. Και φυσικά, η φωνή της. Μια φωνή που άλλοτε μιλούσε με παράπονο «δεν θέλω να σε ξαναδώ, αγάπη μου τα κάναμε σαλάτα, θέλω μονάχα να σου πω πως απόψε χάσαμε την γάτα», κι άλλοτε με μια δυναμική «batida batida batida, batida de coco, εγώ την καρδιά μου δεν την δανείζω με τόκο».

Στην τηλεοπτική συνέντευξη, δεν σταματούσε να λέει με μια πραγματική απορία «μα για ποια καριέρα μιλάτε, καλή μου κυρία», κάθε φορά που η δημοσιογράφος έλεγε αυτήν την λέξη. «Εγώ έχω μια πορεία, καριέρα έχει κάποιος που έχει κάνει πράγματα καριέρας, εξώφυλλα, δημόσιες σχέσεις. Εγώ έχω 1 εξώφυλλο». Στην ερώτηση αν πιστεύει στον Θεό, η απάντηση λακωνική και πλούσια ταυτόχρονα: «Κοιτάξτε, είμαι ένας άνθρωπος ένθεος αλλά άθρησκος. Αγαπώ την ορθοδοξία, μεγάλωσα με αυτήν, όμως συμβαίνουν πράγματα στις εκκλησίες που με τσάντισαν, έτσι προσεύχομαι μόνη μου». Η φανέρωση του πώς προσπαθεί να γίνει καλύτερος άνθρωπος: «Σιγά σιγά αφαιρώ πράγματα. Αφαιρώ και πετάω. Όλη μου η ζωή είναι μια διαδικασία αφαίρεσης».

Και η πραγματική βόμβα, γραπτή αυτή την φορά ήταν μια φράση που από τη στιγμή που την διάβασα, δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου. Υπάρχει εκεί, ανατρέχω συχνά και με κάνει να αναρωτιέμαι ολοένα και περισσότερο. «Τί είναι αυτό που σας γοητεύει στους ανθρώπους»; «Δεν υπήρξα ποτέ γοητευμένη από τους ανθρώπους, γι’ αυτό και δεν υπήρξα ποτέ κι απογοητευμένη από αυτούς».

Μπαμ

Έκρηξη. 

Πώς γίνεται να μην γοητεύεσαι από τους ανθρώπους; Πώς γίνεται να ζεις χωρίς την προσδοκία ότι θα γοητευτείς; Πώς αποδέχεσαι το γεγονός ότι ίσως ούτε εσύ γοητεύεις;  Αν την άκουγα από άλλο στόμα, θα σκεφτόμουν «μα τι αμετροέπεια; μα πόση υπεροψία; τίποτα πια δεν γοητεύει εσένα, διότι εσύ είσαι το απόλυτο και όλοι οι άλλοι το τίποτα;».

Όμως το είπε μια γυναίκα που όπως έλεγε πάντα, «δεν καταλαβαίνω γιατί με αγαπούν οι άνθρωποι, κάποιο λόγο θα έχουν, κάποιοι μου έχουν πει ότι τους έχω συντροφεύσει στους πρώτους τους έρωτες, ή τους μεσαίους ή τους τελευταίους. Το δέχομαι αυτό σαν μια προσφορά. Έχω φτάσει να πιστεύω ότι κάτι έχω προσφέρει κι εγώ».

Άρα δεν είναι υπεροψία. Ίσως είναι το ακριβώς αντίθετο. 

Η υπερβολική αγάπη για τον άνθρωπο, πολλές φορές φοβίζει. Κι ο φόβος της απογοήτευσης είναι από τους μεγαλύτερους, η αλήθεια είναι.

Ίσως η πιο ήσυχη συνέντευξη στην ιστορία της τηλεόρασης, με μια φωνή που ίσα που ακουγόταν, με ένα βλέμμα που συχνά χαμήλωνε από ντροπή, χέρια που έπαιζαν από αμηχανία, και ταυτόχρονα η πιο βροντερή και τρανταχτή φωνή αγωνίας και αγάπης και φροντίδας και ταπεινότητας και μετριοφροσύνης και τελικά, ναι, κατάλαβα γιατί από μικρή ακόμα και λόγω ονόματος, την είχα στην καρδιά μου.

Λύκε λύκε είσαι εδώ; Είσαι η μόνη μου ελπίδα και σε ακολουθώ.







Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Παιχνίδια με τον χρόνο. Ένα πολύ παλιό σπορ.

Χρόνος και Μυθολογία.  Ένας άκρως ενδιαφέρων συνδυασμός.

Οι μύθοι που εικονίζονται στην αρχαία ελληνική τέχνη, δημιουργήματα μιας ζωηρής αλλά και ισορροπημένης φαντασίας, ήταν για τους αρχαίους Έλληνες καθημερινό βίωμα. Ακόμα και τα είδη οικιακής χρήσης, όπως ήταν τα περισσότερα από τα αγγεία, διακοσμούνταν τις περισσότερες φορές με μυθολογικά πρόσωπα και σκηνές παρμένες από τον μύθο.

Στην απόδοση των θεμάτων τους οι τεχνίτες χρησιμοποιούν μερικές φορές έναν δικό τους κώδικα γραφής, κάποιες συμβατικότητες και ιδιοτυπίες, μία εκ των οποίων είναι ο λεγόμενος «αναχρονισμός».

Ο «αναχρονισμός» που ταυτόχρονα είναι και συγχρονισμός είναι η σύγχρονη απόδοση στον ίδιο χώρο γεγονότων και προσώπων που, σύμφωνα κάθε φορά με την διήγηση του μύθου, πρέπει να έγιναν ή να βρέθηκαν ξεχωριστά σε διαφορετικό χρόνο και χώρο. Και αυτό είναι κυρίως ίδιον της αρχαϊκής εποχής.

Υπάρχουν μερικά πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα αναχρονισμού που αποτελούν ένα έξυπνο κουίζ παρατηρητικότητας.

Πρώτο και καλύτερο είναι η παράσταση του μύθου της Γοργούς Μέδουσας στο αέτωμα του ναού της Άρτεμης-Γοργούς στην Κέρκυρα. Η Μέδουσα, ως γνωστόν και σύμφωνα με τον μύθο, απέκτησε τα δυο παιδιά της, τον Πήγασο και τον Χρυσάορα, ύστερα από τον θάνατό της, καθώς ξεπήδησαν από τον λαιμό της, όταν ο Περσέας τής έκοψε το κεφάλι. (Τί φαντασία όμως..). Ωστόσο, η Μέδουσα στις αρχαϊκές παραστάσεις παριστάνεται ολόσωμη, δηλαδή με το κεφάλι της στη θέση του, αλλά και έχοντας τα δυο παιδιά της στο πλάι της. Πώς γίνεται αυτό;;

Άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα, οι παραστάσεις με την τύφλωση του Πολύφημου. Πάλι εδώ έχουμε συγχρονισμό. Την ώρα που ο Οδυσσέας χτυπά τον Πολύφημο στο μάτι με την δοκό, αυτός όχι μόνο βρίσκεται καθισμένος και ξύπνιος, αλλά έχει ακόμη στο χέρι του το κύπελλο με το μοιραίο κρασί. Αν είναι δυνατόν..

Από αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η επική ποίηση. Ο Όμηρος αντιμετωπίζει τον χρόνο με αδιαφορία, σαν μια διάρκεια, ένα διάστημα, στο οποίο τα γεγονότα δίνουν το δικό τους πλάτος. Η ομηρική ποίηση αντιλαμβάνεται τον χρόνο σαν μία μέρα. Αυτή η ομηρική μέρα είναι ξένη προς κάθε πραγματική έννοια του χρόνου και γεμίζει μ’ ένα περιεχόμενο αυθαίρετο σε μήκος, που περιλαμβάνει απλά μια σειρά από γεγονότα.

Στον Όμηρο, όπως και στον Ησίοδο, «ο ανθρώπινος χρόνος εντάσσεται στην κυκλική οργάνωση του χρόνου» (Jean-Pierre Vernant). Όλα ακολουθούν γαλήνια το φυσικό τους κύκλο. Το τέλος δένεται με την αρχή και η αρχή με το τέλος. Καμία πίεση δεν υπάρχει στην ομηρική μέρα. Ιδανικό ακούγεται...

Ο μύθος της Μέδουσας όπως φαίνεται στο αέτωμα του ναού της στην Κέρκυρα, δεν είναι η παράσταση μιας μόνης στιγμής, της στιγμής του αποκεφαλισμού της ή της στιγμής που γεννιούνται τα παιδιά της. Είναι μια σύνθεση γεγονότων, όσων θα μπορούσαν να συμβούν μέσα σε μια «ομηρική μέρα». Παρελθόν: η ακεραιότητα της Μέδουσας που εικονίζεται το κεφάλι της στους ώμους της σαν να μην έχει συμβεί ο αποκεφαλισμός της. Μέλλον: τα δυο παιδιά της που ξεπήδησαν από τον κομμένο λαιμό της. Το παρόν όμως; Εδώ το παρόν, δηλαδή ουσιαστικά η καθεαυτή πράξη του αποκεφαλισμού, απλώς υπονοείται.

Στον Όμηρο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δίνονται μαζί σαν να ανήκουν στην ίδια χρονική περιοχή. Στο αγγείο με την τύφλωση του Πολύφημου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον παριστάνονται ταυτόχρονα στον ίδιο περιορισμένο χώρο της εικόνας. Παρελθόν είναι το γεύμα του Κύκλωπα και δηλώνεται με τα υπόλοιπα από τα σκέλη του  άτυχου συντρόφου του Οδυσσέα που ο Πολύφημος κρατά στα χέρια του. Το παρόν, η τωρινή του κατάσταση, δηλαδή η μέθη του, υποβάλλεται με το κρασί που κρατά, και το μέλλον, που έρχεται απειλητικό, δηλαδή η τύφλωσή του, διαγράφεται με την αιχμή της δοκού, που πλησιάζουν στο μάτι του οι τέσσερις άνδρες.

Ο χρόνος, σαν κάτι που έχει διάρκεια, έτσι που να μην είναι μονάχα μια χρονική στιγμή, και ο χώρος σαν κάτι που έχει ελαστικότητα, ώστε να μην είναι μια έκταση κλειστή και καθορισμένη, είναι κοινή σύλληψη του επικού ποιητή και του αρχαϊκού τεχνίτη. 

Η αρχαία ελληνική τέχνη κατόρθωσε, μεταξύ άλλων, κάτι πολύ ιδιαίτερο: να δίνει τον μύθο μέσα σε μια συγκεκριμένη παράσταση, ως σύνθεση των περισσότερων στιγμών σε μία, ως μια εικόνα που το μάτι του θεατή συλλαμβάνει συνοπτικά, δηλαδή ως μια συντομογραφία κάπως. Είναι αυτό που ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική»  του χαρακτηρίζει «ευσύνοπτον».

Ο Χρόνος είναι κάτι που απαρχής Κόσμου απασχολούσε τον άνθρωπο. Ο Vernant το περιγράφει πολύ ωραία: «Ο χρόνος όπου ξετυλίγεται η ύπαρξη του ατόμου, όντας κυριαρχημένος από το πεπρωμένο του θανάτου που κατευθύνει όλη του την πορεία, φαίνεται στον άνθρωπο σαν μια δύναμη καταστροφής, που ρημάζει ανεπανόρθωτα όλα όσα αντιπροσωπεύουν γι’ αυτόν την αξία της ζωής. Η πιο ξεκάθαρη συνειδητοποίηση, μέσα από τη λυρική ποίηση, ενός ανθρώπινου χρόνου που φεύγει χωρίς γυρισμό, ακολουθώντας μια ανεπίστρεπτη πορεία, διαμφισβητεί την ιδέα μιας ολότελα κυκλικής τάξης, μιας περιοδικής και κανονικής ανανέωσης του σύμπαντος».

Παρελθόν - Παρόν - Μέλλον. Ένας αιώνιος κύκλος, μια αλυσίδα που πάντα θα δένει τους ανθρώπους όλων των εποχών και όλων των σημείων της γης.


Βιβλιογραφία:

Γ. Μυλωνάς, Ο Πρωτοαττικός αμφορεύς της Ελευσίνος, 1957

R. Lullies - M. Hirmer, Greek Sculpture, London 1960

Jean-Pierre Vernant, Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, 1975 

Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, VII, 10: «ώστει δει καθάπερ επί των συστημάτων και επί των ζώων έχειν μέγεθος, τούτο δε ευσύνοπτον είναι, ούτω και επί των μύθων έχειν μεν μήκος, τούτον δε ευμνημόνευτον είναι».

A.G.M. Hanfmann, Narration in Greek Art, 1960

 F. Arias - M. Hirmer - B. Shefton, A History of Greek Vase Painting, London, 1962


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Δύσκολοι καιροί για οικοδέσποινες, αλλά...


Οικοδέσποινα.


Μια λέξη που πάντα την έβρισκα γοητευτική. Την έχω ντύσει με ωραία ρούχα, διακριτικό άρωμα, και το κυριώτερο: το πιο φωτεινό χαμόγελο που μπορεί να υπάρξει (*για κάποιον λόγο το πρώτο πρόσωπο που μου έρχεται στο νου πάντα είναι η γιαγιά μου).


Η πραγματική διασκέδαση και ευχαρίστηση ξεκινάει με το που γίνεται η πρόσκληση. «Σας περιμένω στις 8». Τότε ξεκινάει το γοητευτικό του πράγματος. Τί θα μαγειρέψω; Σε ποιόν αρέσει τί και ποιός απεχθάνεται τί. Τραπεζομάντηλο φρεσκοσιδερωμένο, σερβίτσια φρεσκαρισμένα, ποιός θα κάτσει πού, τί κρασί ταιριάζει με το φαγητό, μουσική στο play και πάμε. 

Και μεμιάς αλλάζει όλη η ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ξαφνικά το σαλόνι φαίνεται αλλιώς, η κουζίνα παίρνει μπροστά, κι η προσμονή ξεκινά.

Και κορυφώνεται όταν χτυπάει το κουδούνι. Και μεμιάς όλο το σπίτι μεταμορφώνεται. Γεμίζει κόσμο, που ακόμα και ένας μόνο άνθρωπος να είναι, κάνει την διαφορά. 

Δεν χρειάζονται πολλά. Πολλές φορές δεν χρειάζεται και σχεδόν τίποτα. Δεν είναι απαραίτητα ούτε τα καλά τραπεζομάντηλα, ούτε τα καλά σερβίτσια. Από την άλλη, αν υπάρχουν, πάντα σκέφτομαι «μα αν δεν τα χαρώ με τους φίλους μου, πότε θα χαρώ; Αυτοί είναι οι δικοί μου επίσημοι καλεσμένοι, και προφανώς αυτοί θα είναι για πάντα, με αυτούς θέλω να μοιράζομαι τίς όποιες μικρές πολυτέλειες της ζωής και δεν θα χαλαλούσα για κανέναν άλλο λόγο».

Το να μοιράζεσαι τον χώρο σου και τον χρόνο σου δεν είναι κάτι αυτονόητο. Πόσω μάλλον όταν προηγείται προετοιμασία, χρόνος για οργάνωση. Είναι όμως από τις πιο ωραίες μορφές φροντίδας για αυτούς που αγαπάμε.

Λίγη σημασία αν το φαγητό θα πετύχει εν τέλει. Λίγη σημασία αν στριμωχνόμαστε όλοι γιατί ίσως να μην υπάρχει χώρος. 

Αυτό που σίγουρα έχει σημασία είναι το μοίρασμα. Και είναι εξίσου τιμή τόσο για την οικοδέσποινα όσο και για την τιμή που κάνουν οι καλεσμένοι να αποδεχθούν την πρόταση. Αυτό το «φυσικά και θα έρθουμε, ανυπομονούμε», είναι πάντα αυτό που με κάνει να σκέφτομαι πόσο απλό αλλά και πόσο πολύτιμο είναι αυτό το «ναι, θα έρθουμε».

Η πραγματική πολυτέλεια δεν κρύβεται στα ασημένια σερβίτσια της γιαγιάς. Ούτε στα μοντέρνα πιάτα. Η πραγματική πολυτέλεια κρύβεται σε αυτή τη καυτή χαρά που γεμίζει την καρδιά όταν για λίγο βγεις από το σώμα σου και βλέπεις αυτήν την μαγική εικόνα: τους ανθρώπους που αγαπάς να είναι εδώ, γύρω από ένα τραπέζι. Και να τσεκάρεις κρυφά αν όλα πάνε καλά, αν όλοι περνάνε καλά, γιατί αν εκείνοι περνάνε καλά, εσύ περνάς ακόμα καλύτερα.

Όχι, δεν έχω ξεχάσει τί ημέρες ζούμε. Και ένα από τα πράγματα που με δυσκολεύουν περισσότερο μέσα σε όλο το εφιαλτικό πράγμα που ζούμε είναι ακριβώς αυτό. Οι αγκαλιές, οι φωνές, τα γέλια, να μιλάς σε απόσταση αναπνοής για να περιγράψεις όσο καλύτερα μπορείς όλα όσα έχεις στο κεφάλι σου. 

Ωστόσο, με τους έναν δύο ανθρώπους που μπορώ να το κάνω, θα το κάνω. Γιατί αυτοί οι ένας δύο θα είναι σαν να είναι κι όλοι οι υπόλοιποι μαζί.

Και με την προσμονή ότι θα έρθει η στιγμή να θυμηθούμε πώς ήταν όταν ζούσαμε, ήρθε η στιγμή να μυρίσει η κουζίνα αγάπη.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

H ιστορία ενός «κλικ»

Την πρώτη φορά που μπήκα σε σκοτεινό θάλαμο εμφάνισης φωτογραφίας είχα μείνει άφωνη. Σκοτεινός, μυστηριακός αλλά ταυτόχρονα σαν μαγικό κουτί, που έβγαζε μικρά θαύματα.

Φωτογραφία. Αν ειδικά η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από κάτι, είναι από την απύθμενη πληθώρα εικόνων, φωτογραφιών.

Έχει ενδιαφέρον η προέλευσή της, πώς γεννήθηκε αυτό που σήμερα τόσο εύκολα το κάνουμε πατώντας ένα κλικ; (ούτε καν κλικ, δηλαδή, απλά με την αφή).

Χρονική αφετηρία, η Γαλλική Επανάσταση. Νέα κοινωνική δομή, η εμφάνιση της νέας πλούσιας μπουρζουαζίας, που εισήγαγε αξίες με υλικό χαρακτήρα, που δεν ενδιαφερόταν τόσο για την αοριστία και τη φαντασία της ρομαντικής τέχνης, όσο για ένα είδος αληθοφανούς έκφρασης που να αποδίδει με σχολαστικότητα πραγματικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου. Αυτό το νέο ενδιαφέρον χρησίμευσε ως αποτελεσματικό κίνητρο για την έρευνα, που τελικά καρποφόρησε με την εφεύρεση της φωτογραφίας.

Από την στιγμή της πρώτης επίσημης επίδειξης, στις αρχές του 1839, μιας μηχανικής τεχνολογίας που επέτρεπε την αποτύπωση του τρισδιάστατου φυσικού κόσμου στο χαρτί με κάθε λεπτομέρεια των τόνων, αν όχι και των χρωμάτων, κανένας δυτικός ζωγράφος δεν μπορούσε πλέον να δημιουργήσει αγνοώντας τις ειδικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί με την εμφάνιση αυτού του αξιοπερίεργου και πρωτότυπου μέσου. Και βέβαια, από την άλλη πλευρά, ούτε οι φωτογράφοι μπορούσαν ποτέ να εργαστούν αγνοώντας τις αισθητικές προδιαγραφές, την ποιότητα και το κύρος της πατροπαράδοτης χειρωνακτικής διαδικασίας για την απεικόνιση του κόσμου μέσα από τη σχεδίαση και την ζωγραφική.

Στην παλαιότερη γνωστή φωτογραφία που έχει διασωθεί, ο Louis Jacques Mandé Daguerre, είχε προσπαθήσει να εξομοιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την φύση με την τέχνη. Η φωτογραφία του Daguerre, που ονομάστηκε «Νταγκεροτυπία», ήταν μια μεταλλική πλάκα που ο εφευρέτης είχε κατορθώσει να ευαισθητοποιήσει στο φως με επίχρισμα αργύρου. Η εικόνα των αντικειμένων είχε προβληθεί πάνω στην πλάκα μέσα από τον φακό ενός σκοτεινού θαλάμου (κάμερα) και είχε αποτυπωθεί χάρη στην επίδραση του φωτός πάνω στα ευαίσθητα φωτογραφικά υγρά. Αυτό που είχε αποτυπωθεί στην πλάκα ήταν το αρνητικό, που μπορούσε να φανεί θετικό όταν η μεταλλική πλάκα, λειτουργώντας ως καθρέφτης, αντανακλούσε μια σκοτεινή επιφάνεια.


Louis Jacques Daguerre,
Η πρώτη φωτογραφία στην ιστορία, από το εσωτερικό του ατελιέ του καλλιτέχνη
(1837) (Societé de Photogrqphie, Paris)


Και φυσικά τότε έρχεται η απάντηση από την Αγγλία, έτσι άλλωστε είναι ο ευγενής ανταγωνισμός. Ο William Henry Fox Talbot πετυχαίνει την επίστρωση των φωτογραφικών υγρών όχι σε πλάκα, αλλά στο χαρτί. Για την «εμφάνιση» του αρνητικού που αποτυπωνόταν κατά την φωτογράφιση ο Talbot μπορούσε απλά να φωτογραφίσει το αρνητικό μία φορά ακόμη. Το αρνητικό που προέκυπτε με τον τρόπο αυτό ήταν ουσιαστικά το θετικό της αρχικής εικόνας. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε «καλοτυπία» και η βασική της αρχή είναι ουσιαστικά αυτό που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, για την εμφάνιση των φωτογραφιών.

Η τεχνική αυτή, σε αντίθεση με την νταγκεροτυπία που μπορούσε να αποτυπώσει κάθε εικόνα σε μια μόνο πλάκα, έκανε δυνατή την αναπαραγωγή της φωτογραφίας επ’ άπειρον, επιτρέποντας σε φωτογράφους με καλλιτεχνικές ευαισθησίες (ο Oscar G. Rejander π.χ.) την κατασκευή πολύπλοκων συνθέσεων από απλές φωτογραφίες. Το σύνολο της εικόνας αναλυόταν σε απλά κομμάτια, που φωτογραφίζονταν χωριστά. Τα αρνητικά μπορούσαν να συγκολληθούν (και ωπ, νάτη η αρχή του φωτομοντάζ, κυρίες και κύριοι), σε μια ενιαία εικόνα πριν από την διαδικασία της εμφάνισης των θετικών φωτογραφιών. 

Τώρα πια ήταν φανερό πως δημιουργήθηκαν δύο δρόμοι που συναντήθηκαν για τα καλά: οι μεν ζωγράφοι αρχίζουν να αναζητούν την αλήθεια μέσα από καθαρές εικόνες και αντίστοιχα οι φωτογράφοι να αποτυπώνουν τον κόσμο και την πραγματική ζωή όσο το δυνατόν καλύτερα.

Ο Felix Nadar, συγγραφέας, γελοιογράφος, φωτογράφος αεροστάτων (μα τί υπέροχο επάγγελμα!) έγραφε το 1856:

«Η φωτογραφία είναι μια εξαίσια ανακάλυψη, μια επιστήμη που έχει γοητεύσει τα μεγαλύτερα πνεύματα, μια τέχνη που συναρπάζει και τις πιο ασυγκίνητες καρδιές, ενώ για την άσκησή της δεν απαιτείται ιδιαίτερες ικανότητες.... Η θεωρία της φωτογραφίας μπορεί να διδαχθεί μέσα μια ώρα και η βασική τεχνική σε μία μόνο ημέρα. Αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί είναι η αίσθηση του φωτός. Ο τρόπος που το φως πέφτει πάνω στο πρόσωπο που ο φωτογράφος, ως καλλιτέχνης, πρέπει να αποτυπώσει. Ούτε μπορεί να διδαχθεί ο τρόπος για την εξωτερίκευση της προσωπικότητας του εικονιζόμενου. Αν πρέπει να δημιουργήσει την εικόνα ενός ανθρώπου κι όχι ένα στερεότυπο πορτραίτο, ένα τυχαίο είδωλο ενεός προσώπου, θα πρέπει να έρθει σε επικοινωνία με τον εικονιζόμενο, να μετρήσει τις σκέψεις του και να νιώσει τον χαρακτήρα του».

Φυσικά η φωτογραφία δεν απεικόνιζε, ακόμα και στην αρχή της, μόνο νεκρή φύση, καλοθρεμμένα και ξεκούραστα πρόσωπα αριστοκρατών, ολάνθιστα λιβάδια και απέραντες θάλασσες.

Κλήθηκε από πολύ νωρίς να δείξει και την σκληρή πραγματικότητα. Οι πρώτες πολεμικές φωτογραφίες αποτυπώθηκαν από τον Roger Fenton στον πόλεμο της Κριμαίας, αλλά οι πραγματικά συγκλονιστικές μαρτυρίες ήρθαν από τον Mathew Brady και τους συνεργάτες του, που έφεραν τις φωτογραφικές μηχανές στα στρωμένα από πτώματα πεδία των μαχών του Αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. 


Mathew Brady
Πτώματα στρατιωτών συγκεντρωμένα για ταφή
μετά την μάχη της 17ης Σεπτεμβρίου 1862 στο Antientam
(Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου,Washinghton D.C.)


Και κάπως έτσι, τώρα που η φωτογραφία αποκάλυπτε την βία, τον θάνατο, και κυρίως, την τραγική ομοιότητα της μοίρας των νεκρών κάθε πλευράς, η συζήτηση για τον πόλεμο και την ειρήνη άρχισε να παίρνει μια τελείως άλλη διάσταση.

Ένα απλό κλικ... και μερικές φορές όλα αλλάζουν.

Ή μένουν για πάντα τα ίδια.

Εξαρτάται από το ζητούμενο κάθε φορά...


Βιβλιογραφία:

H. H. Arnason, Ιστορία της Σύγχρονης Τέχνης, Εκδ. Παρατηρητής

Heinrich Wölfflin, Βασικές έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης, Εκδ. Παρατηρητής


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Επέτειος Σιωπής...


Η σημερινή μέρα ήταν πάντα μέρα σιωπής για μένα. Μια επέτειος σιωπής που απλωνόταν παντού για 7 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα. Μια επέτειος ντροπιαστικής ντροπής για έναν λαό που ανεχόταν μια στυγνή δικτατορία στο πετσί της.

Και στα νεότερα χρόνια, μια επέτειος εκμετάλλευσης και ρευστοποίησης σε είδος (εξουσία) καταστάσεων, συγκυριών αλλά και πραγματικής αντίστασης από τους λίγους και τους αφανείς, όπως συμβαίνει συνήθως, άλλωστε.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, στο «Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο» περιγράφει την πραγματικότητα μέσα και έξω, για το «επίσημο» μπουντρούμι της οδού Μπουμπουλίνας (τον «μητροπολιτικό» ναό), το ανεπίσημο της οδού Ρεθύμνης (το λεγόμενο «παρεκκλήσιο») κ.λπ. Η πραγματικότητα πολλές φορές γκρεμίζει ό,τι χτίζει η ανάγκη για συγκάλυψη. Με ονόματα και διευθύνσεις, κυριολεκτικά.

«Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς την Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από εκεί».

....

«Ένας κόμπος κάθεται στο λαιμό μου κάθε φορά που περνώ έξω από το Πολυτεχνείο. Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες κατά την ημέρα «της επετείου του Πολυτεχνείου», τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού.

Πρόκειται για ένα πολύ βολικό άλλοθι, που το οικειοποιήθηκαν όσοι νιώθουν την ανάγκη να ξεπλύνουν την ντροπή για την απέραντη δειλία τους επί έξι ολόκληρα χρόνια».

Το Πολυτεχνείο ζει, όχι γιατί επειδή λέει το κλισέ. Ζει, διότι μεταλάσσεται, αλλάζει μορφή και το ζούμε με άλλο τρόπο, ακόμα και σήμερα.

Δεν υπάρχει χειρότερο από την καπηλεία της ιστορίας και την οικειοποίηση της από αυτούς δεν της ανήκουν. 

Άνθρωποι που βασανίστηκαν ακραία, άνθρωποι που τα έπαιξαν όλα για όλα και έχασαν, άνθρωποι που ισοπεδώθηκαν από τανκς, είναι αυτοί που τελικά δεν μίλησαν ποτέ, δεν διεκδίκησαν τίποτα παρά μόνο την αξιοπρέπειά τους και την ήσυχη συνείδησή τους.

Αξίες ανεκτίμητες.

(* αφόρητος ο θόρυβος από τα ελικόπτερα που όλη μέρα αλωνίζουν τον καημένο αττικό ουρανό... ταιριαστός όμως με το κλίμα των ημερών...)