Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

untitled

Ξέρω πώς είναι να βλέπεις το σπίτι σου να μην υπάρχει πια. Στον σεισμό της Καλαμάτας το 1986, το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, στο κέντρο της πόλης, καταστράφηκε ολοσχερώς. Ένα σπίτι από τα πιο χαρακτηριστικά της πόλης που συνδύαζε αστική αρχιτεκτονική αλλά και εξω-αστική. Με έναν τεράστιο κήπο με κάθε λογής δένδρα και φυτά και λουλούδια που μέρος αυτών έβλεπε ο παππούς μου από το ιατρείο του στο ισόγειο.

Ένα σπίτι που κάθε του σπιθαμή κάθε καλοκαίρι κυρίως (*αλλά όχι μόνο) την ξαναζούσα και την ξαναμάθαινα και τηνξανα-ανακάλυπτα από την αρχή.
Ξέρω πώς είναι να αγωνιάς αν οι άνθρωποί σου σώθηκαν (στη δική μου περίπτωση, ευτυχώς).
Ξέρω πώς είναι να κλαις στους μισογκρεμισμένους τοίχους.
Ξέρω πώς είναι να βλέπεις τον μικρόκοσμό σου να έχει γίνει σκόνη, γκρέμισμα, ερείπιο.
Ξέρω πώς είναι να μην έχεις προλάβει να πάρεις τίποτα και απλά αν είσαι τυχερός να περισώσεις ό,τι έχει περισωθεί.
Ξέρω πώς είναι να λες για πάντα «σπίτι μου» αυτό το σπίτι που ήταν τότε, και το όποιο νέο δημιουργηθεί, δεν θα είναι ποτέ μα ποτέ «το σπίτι μου». Θα είναι «το νέο σπίτι μου» κι ας έχουν περάσει 80 χρόνια.
Ο σεισμός όμως δεν προκαλείται, δεν φτιάχνεται από ανθρώπινο χέρι, δεν στήνεται σε μια νύχτα, δεν έχει απώτερους σκοπούς εκμετάλλευσης, δεν περιμένει το δελτίο καιρού για να χτυπήσει στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες.
Καταστροφή ο σεισμός, καταστροφή και η φωτιά.
Και όταν η τελευταία γίνεται παράδοση πια, με συγκεκριμένη μεθοδολογία και με συγκεκριμένο project plan, γίνεται πολλαπλά καταστροφική.
Γιατί μαζί της συμπαρασύρει και τον φυσικό κόσμο που χωρίς αυτόν τίποτα δεν είναι φυσιολογικό.
Το πρώτο μέλημα της οικογένειας όταν χτίστηκε το νέο σπίτι ήταν να φτιαχτεί ξανά ο κήπος. Από την αρχή. Κλαράκι κλαράκι, λουλούδι λουλούδι, με υπομονή και μεγαλύτερη προσμονή από το κυρίως σπίτι.
Γιατί χωρίς τον κήπο το σπίτι δεν είχε ιδιαίτερο νόημα.
Όπως χωρίς την φύση, κανένα σπίτι και ντουβάρι δεν έχει νόημα.

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

μη εγχώριο προϊόν

Περιμένοντας να περάσει η ώρα και πίνοντας έναν γρήγορο καφέ.

Στο ακριβώς απέναντι τραπέζι είναι ζευγάρι αμερικάνων τουριστών, 70+, η σύζυγος σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο σύζυγος έχει μπροστά του τρία πιάτα φαγητό, ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Πίνει και τρώει ασταμάτητα. Η γυναίκα εμφανώς κουρασμένη και καταπονημένη αρχίζει να του λέει σιγά σιγά να φύγουν. Δεν της δίνει σημασία καμία. Συνεχίζει το φαγοπότι. Και εναλλάξ το κρασί με την μπύρα. Η γυναίκα αρχίζει να νιώθει έντονη δυσφορία, η βεντάλια δεν βοηθά πια κι η υπομονή της τελειώνει. «Should we go please...». «No, honey, not yet» και παραγγέλνει άλλη μια γύρα τον μοναδικό συνδυασμό κόκκινου κρασιού και μπύρας. Και την κοιτά με ειρωνεία. Και εκείνη αρχίζει να μαζεύει τα πράγματά της. Και εκείνος ακίνητος να την παρακολουθεί με το ύφος «και πού νομίζεις ότι θα πας χωρίς εμένα».

Από αυτά που συμβαίνουν δίπλα σου και δεν γίνεται να μην τα δεις.

Από αυτά που ξέρεις ότι συμβαίνουν αλλά δεν θέλεις να το πολυπιστεύεις.

Από αυτά που ελπίζεις να είναι οι εξαιρέσεις αλλά κι οι εξαιρέσεις μετράνε.

Από αυτά που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για εκατομμυριοστή φορά «τί σκατά πάει τόσο λάθος».

Και από αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι η μαγκιά δεν είναι μόνο εγχώριο προϊόν.

Η τσάμπα μαγκιά, για την ακρίβεια.