Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

The Smiths - There is A Light That Never Goes out

3 γράμματα για το 2013

.000... κάποιες χιλιάδες παιδιά (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία) υποσιτίζονται...
.000... Κάποιοι χιλιάδες ενήλικες έχουν μείνει άνεργοι, άεργοι, άπραγοι και δηλώνουν αδυναμία να φροντίσουν τις οικογένειές τους..
.00... Κάποιες εκατοντάδες οικογένειες δεν έχουν θέρμανση...
.0  Λίγοι έχουν σχεδόν ό,τι είχαν τα προηγούμενα χρόνια... και θα περάσουν τις γιορτές (σχεδόν) όπως κάθε χρόνο.. ή έστω, με απώλειες που ίσως φαίνονται αστείες στους περισσότερους...

Αριθμοί που σφίγγουν το στομάχι και μόνο σιωπή και θλίψη φέρνουν...

2 0 1 2. 
Χρονιά καταγεγραμμένη στην επίσημη νεώτερη ιστορία της χώρας, ως η πλέον σαρωτική των τελευταίων δεκαετιών.
Ζωντάνεψε έννοιες που οι νεώτεροι μόνο στα ιστορικά βιβλία διαβάζαμε.
Ζωντάνεψε εικόνες που οι παλαιότεροι εύχονταν να μην προλάβουν να ξαναζήσουν.
Χρονιά ζοφερή. 
Με εντάσεις, συγκρούσεις, αδικίες, σκληρότητα, βία, φτώχεια, πενία, κανιβαλισμό, ανηθικότητα, ψέμματα..
Χρονιά σκότους.
Ό,τι ήταν δεδομένο, ακόμα και τα πιο απλό, έγινε ζητούμενο.
Ό,τι ήταν ανθρώπινο, έγινε απάνθρωπο.
Ό,τι ήταν καθημερινό, έγινε πολυτέλεια.
Ό,τι μας ένωνε, ξαφνικά μας χώρισε.
Και ό,τι μας χώριζε, έγινε η βαθιά τρύπα στην οποία όλοι πέφτουμε σιγά σιγά...

2 0 1 3.
Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι, έχουν γίνει φειδωλοί στα λόγια.
Τί να περιμένεις?
Το χειρότερο?
Το καλύτερο?
Τί να ευχηθείς?
Ακόμα και οι ευχές φαντάζουν αστείες, μερικές φορές...

Αναλογιζόμενη τί να εύχομαι, λοιπόν, το μόνο που μου βγαίνει είναι μια μικρούλα λέξη, με τρία μόλις γράμματα...
φ ω ς...
Εύχομαι να αρχίσουμε να βλέπουμε λίγο φως.. έστω μια χαραμάδα..
Γιατί το σκοτάδι προκαλεί ασφυξία...
Ενώ με το φως, έρχεται κοντά και η ανάσα...
Φως...



Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Ισορροπία σε δύο πραγματικότητες...

Περπατώντας εχθές στην καρδιά της Αθήνας, στα στενά που έχουν ξεχαστεί από το χρόνο, αλλά τα κρατάνε ζωντανά οι άνθρωποι, αυτό το ερώτημα ήρθε κατευθείαν στο μυαλό...

Πώς αντέχουμε όλοι εμείς εδώ να ζούμε σε δύο πραγματικότητες;..
και μάλιστα, πραγματικότητες που πηγαίνει κόντρα η μία στην άλλη...
πραγματικότητες που από τη μια σφίγγουν το στομάχι από τη σκληρότητα και από την άλλη φέρνουν ένα ανεξήγητο χαμόγελο...

Παλιά μαγαζιά, με τις παλιές μεταλλικές (ακόμα) πινακίδες, με γραμματοσειρές που έχουν αναχθεί σε απόλυτο εικαστικό στοιχείο....
ψηλοτάβανα, με όλο και κάποιο σχέδιο στο ταβάνι που αχνοφαίνεται...
με «πραμάτιες» στην κυριολεξία, καθότι εδώ μπορεί να βρει ο καθένας ό,τι μα ό,τι ακριβώς θελήσει και έχει φανταστεί...

Μικρά καφενεία, μικρά σύγχρονα στέκια, τόσο περιποιημένα και κυρίως φτιαγμένα με τόση αγάπη...

Ανάμεσα σε όλα αυτά, μικρές γκαλερί, μικροί χώροι «τέχνης», από αυτούς όμως, που δεν είναι δήθεν, που δεν χρειάζεται να είναι κανείς «ειδήμων» για να καταλάβει αν αυτό που βλέπει είναι όμορφο (άρα, ταυτόχρονα, και αντικείμενο τέχνης), ή είναι «τέχνη» (τα εισαγωγικά διευκολύνουν τη δεύτερη ανάγνωση..).

Και κόσμος... αλλά διαφορετικός πια... Όχι αυτός που ήταν πάντα.... Χωρίς υστερική διάθεση για κατανάλωση, ψώνια κλπ... Χωρίς διάθεση να φανεί «εναλλακτικός» (με τη χειρότερη δυνατή έννοια, που χρειάζεται πάλι εισαγωγικά... χμμμ.. τυχαίο;) συχνάζοντας σε αυτά τα μέρη....

Κάποτε το κέντρο της Αθήνας ήταν αντιπαθητικό για αυτόν ακριβώς το λόγο. Ξαφνικά, τα πλέον κλασικά σημεία του είχαν ανακηρυχθεί «εναλλακτικά must-go-and-see». Τώρα δεν  υπάρχει χώρος για κάτι τέτοιο.
Τώρα όσοι υπάρχουν εκεί, με νύχια και με δόντια, προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το πιο ωραίο κομμάτι της πόλης.
Και η προσπάθεια πια γίνεται με σοβαρότητα. Το «εναλλακτικό» δεν χωρά πια.

Και όλα αυτά, συμβαίνουν ταυτόχρονα με την άλλη γνωστή σε όλους πραγματικότητα... Αυτή που μέρα με τη μέρα γίνεται σκληρότερη, όλο και πιο απάνθρωπη, όλο και πιο σκοτεινή...
Ταυτόχρονα με την πραγματικότητα της πλήρους εξαθλίωσης (ηθικής και, φυσικά για αρκετούς συνανθρώπους, διαβίωσης), με την πραγματικότητα των κλειδαμπαρωμένων μαγαζιών, των απελπισμένων βλεμμάτων με την αγωνία «και αύριο;... θα τα καταφέρουμε και αύριο;...»...

Δύο πραγματικότητες.
Σαν να ζω δύο ζωές.
Σαν να βλέπω το πριν και μετά, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιό είναι ποιό.
Ποιά πολεμά την άλλη;
Ποιά θα κυριαρχήσει;
Ποια θα καταφέρει να επιβληθεί;

Ή μάλλον:
Σε ποιά θα παραδοθούμε εμείς οι ίδιοι;
Εξακολουθώ να ελπίζω.
Και νιώθω πως δεν είμαι η μόνη...
Και αυτό είναι μια (τρίτη;) πραγματικότητα..





Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Future Islands - Balance (Official HD Video)

κίνδυνος: σιωπή...

επικίνδυνη η σιωπή...
άλλοτε υποδηλώνει παράδοση και απογοήτευση...
και άλλοτε
φανερώνει θυμό και οργή...

επικίνδυνη η σιωπή...
άλλοτε κάνει τις λέξεις να φαίνονται λίγες..
και άλλοτε
φωνάζει περισσότερο και από την πιο βροντερή φωνή...

επικίνδυνη η σιωπή...
διαδικασία σκέψης και προβληματισμού..
αλλά
και υπόνοια ενοχής...

επικίνδυνη η σιωπή...
μπορεί να πληγώσει περισσότερο και από την πιο σκληρή κουβέντα..
και
μπορεί να απελευθερώσει την καρδιά και το νου όσο τίποτα άλλο...

επικίνδυνη η σιωπή...
όπως επικίνδυνες και οι λέξεις...

το παιχνίδι μεταξύ τους αέναο...
νικητής ποτέ ο ίδιος πάντα...
σαν να μοιράζεται ο αγώνας και να νικά σχεδόν πάντα ο καλύτερος...

άραγε σε αυτόν τον αγώνα ποιός θα διακριθεί η σοφότερη επιλογή;...


Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

τρικυμία εννοιών και λέξεων...


λόγια και πράξεις...
πράξεις και σκέψεις...
συνέπεια και ασυνέπεια...
υποχρεώσεις και δικαιώματα...

μέρες α[ν(ε)]ργίας (για πολλούς)...
μέρες δουλείας (για τους υπόλοιπους)...

φόβος και τόλμη..
ψέμματα και αλήθειες...
πρέπει και απαγορεύεται...

αυτοί που θέλουν και δεν μπορούν...
και
αυτοί που μπορούν αλλά δεν θέλουν...

γέλιο αντί για κλάμα...
κλάμα από γέλιο...

στιγμές σαν χρόνος ολόκληρος...
χρόνος σαν μια μόνο στιγμή...

διέξοδοι και αδιέξοδα...
τοίχοι που υψώνονται απροσπέλαστοι
και
τοίχοι που γκρεμίζονται....

ανάγκες και πολυτέλειες...
απαιτήσεις και επιθυμίες...

κοιτώ αλλά δεν βλέπω...
και
βλέπω χωρίς να κοιτώ...
Wassily Kandinsky (1866-1944) - Flowing (Coulant), 1931

κάτι σαν θάλασσα...

αντί για κύματα

λέξεις...

έννοιες...

συναισθήματα...

άλλοτε σε τρικυμία και άλλοτε σε νηνεμία...

πυξίδα;...
λειτουργεί πάντα σωστά;

χάρτες;..
χρειάζονται πάντα;

πανιά ή μηχανή...;




Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

If You Tolerate This Your Children Will Be Next

Χ.Α. ή Α.Χ.
(Αρρωστημένοι Χαμαιλέοντες)


Τις τελευταίες ημέρες μια (όχι και τόσο μικρή) μερίδα «συνανθρώπων» μου νιώθει εξαιρετικά ευτυχής.
Και εύλογα. Είναι από τους «τυχερούς» που βλέπουν και βιώνουν άμεσα τα αποτελέσματα της πολιτικής τους θέσης και άποψης.
Και κυρίως: βλέπουν να γίνεται «έργο».
Και έργο σε πανελλήνια κλίμακα.
Τέρμα στην «αθηναϊκή εσωστρέφεια». Ώρα για έργο αποκεντρωτικό.
Ακόμα και στο τελευταίο χωριό του χάρτη, οι «εκπρόσωποί» τους ξαγρυπνούν μέρα νύχτα, προκειμένου να φέρουν εις πέρας αυτό το τόσο δύσκολο και συνάμα λυτρωτικό έργο για την υπόλοιπη κοινωνία.
Τα μέσα είναι πολλαπλά και πολύ αποτελεσματικά. Δεν κοστίζουν το παραμικρό στην οικονομία, και συνεπώς δεν επιβαρύνουν στο ελάχιστο το κράτος, σε αυτές τις τόσο δύσκολες στιγμές που ζούμε.
Μαχαίρια, ρόπαλα, σιδηρογροθιές, είναι κάτι που εξάλλου, είναι πολύ φυσιολογικό να έχει ο κάθε πολίτης στη διάθεσή του.
Εξαιρούνται κάποιες ιδιαίτερα «δύσκολες περιπτώσεις», που αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν λίγο πιο δραστικά μέτρα, όπως π.χ. βόμβες μολότωφ, προκειμένου η εξόντωση να γίνει άμεσα και ακαριαία.

Δεν πίστεψα ούτε για μια στιγμή πως όσοι ψήφισαν Χ.Α. στις εκλογές, ΔΕΝ ήξεραν περί τίνος επρόκειτο.
Όλες οι δικαιολογίες περί «αντίδρασης του κόσμου», «άγνοια για το τί ακριβώς πρεσβεύουν» και τα συναφή, είναι δικαιολογίες για ανθρώπους χαμηλής νοημοσύνης.
Οι ψηφοφόροι της συγκεκριμένης «παράταξης» των αρρωστημένων διαστροφικών διπόδων με νοητική κατάσταση επιπέδου αμοιβάδας, ήξεραν (και ξέρουν).
Διότι, σε αντίθετη περίπτωση (δηλαδή στην περίπτωση της άγνοιας) θα είχαν βγει στους δρόμους εξαπατημένοι και αλλόφρονες για την «λανθασμένη» επιλογή τους.
Δεν έχω νιώσει την παραμικρή έστω υπόνοια αντίστασης σε όλο αυτό.

Εξάλλου «από αντίδραση» θα μπορούσαν να έχουν ψηφιστεί και να έχουν μπει στη Βουλή πάρα πολλά κόμματα.
Όμως όχι.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο.

Το ανατριχιαστικό είναι ότι όλοι αυτοί βρίσκονται ανάμεσά μας. Μπορεί να είναι ο διπλανός μας στην πολυκατοικία, ο περιπτεράς που λέει πάντα μια γλυκειά «καλημέρα»... ο οποιοσδήποτε.
Άνθρωποι που το πρωί εργάζονται και φορούν τη λευκή μάσκα του «καθώς πρέπει» και σοβαρού, και το βράδυ το μαύρο κράνος και χτυπάνε με μανία τους «ξένους»..

Υπάρχει, νομίζω, όμως, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, που προσωπικά, με βοηθά να ξεχωρίζω (όσο γίνεται, βεβαίως): η απάθεια και η σιωπή.
Αυτή η νοσηρή σιωπή για όλα όσα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ συμβαίνουν.
Αυτή η νοσηρή απάθεια που εκφράζεται με ένα κενό βλέμμα.
Τουλάχιστον ας εκφραστούν φανερά.
Από το να τρίβουν τα χέρια τους κρυφά, από χαρά και ευγνωμοσύνη για τα «καλά παιδιά που ξεβρωμίζουν τη χώρα από τους ξένους», ας το κάνουν φανερά.
Διότι, καλύτερα να ξέρεις τους εχθρούς σου, παρά να τους μαντεύεις...

(Θα μπορούσα να γράψω περισσότερα. Δεν το κάνω: α) διότι δεν επιθυμώ να γίνω διαφημιστής του «προϊόντος»· εξάλλου υπάρχουν «επαγγελματίες» που το καταφέρνουν πολύ καλύτερα, και β) τα γεγονότα είναι τόσο εξόφθαλμα που δεν χρειάζονται καμία περαιτέρω ανάλυση)..







Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Palpitation / Wait, Fall, Leave

Α γ γ ε λ ί ε ς ...


Ενοικιάζεται:

Αντοχή και ανοχή (γωνιακό σημείο  με διαφορά μόνο ένα τ), σε τιμή άνω του ορίου (τα όρια ξεπεράστηκαν άρτι..)

Υπομονή, σε μορφή πλήρους αποχαύνωσης...

Τρομοκρατία, σε όλο της το μεγαλείο και σε όλο της το εύρος.. Μεγάλη ποικιλία διατίθεται όσον αφορά τον χώρο και τον τρόπο που αυτή εξασκείται.

Εξαθλίωση, σε σημείο απόλυτο και με δύσκολη πρόσβαση ώστε να ανατραπεί.. εύκολα τουλάχιστον.

Υποτίμηση, σε πολλαπλά επίπεδα, ακόμα και εκτός συνόρων.

Βία, σε όλες τις μέχρι στιγμής ανακαλυφθείσες μορφές, με ιδιαίτερη έμφαση (προφανώς) στη σωματική και στην ψυχολογική.

Διχασμός, νεοανεγειρόμενος βέβαια ακόμα, αλλά αρκετά υποσχόμενος χάρη στις σοβαρές προσπάθειες, ιδίως από την πλευρά του κράτους.

Κρίση ταυτότητας, σε συσκευασία οικονομική, καθότι η ταυτότητα από μόνη της έχει χάσει καθόλου αμελητέο έδαφος..


Πωλείται:

Υποτέλεια. Ανεπιστρεπτί.

Δουλεία. Επίσης.


Ζητείται:

Φωνή καθαρή που να ακουστεί σαν ηχώ.

Βλέμμα μακρινό, να ξεπερνά τα στενά όρια του καθενός, να απλώνεται όσο γίνεται πιο μακριά.

Μνήμη που να θυμίζει πως το παραμικρό απαιτεί κόπο, ρήξη, σύγκρουση, δυσκολία. Τα δια μαγείας θαύματα (αν έχουν γίνει ποτέ τέτοια), απουσιάζουν επ’ αόριστον.

Ναι. Να χρησιμοποιείται με φειδώ και προσοχή.

Όχι. Η πιο δύσκολη λέξη που όμως έχει τόσο τρομακτική δύναμη, όταν χρησιμοποιείται σωστά.

Εμπιστοσύνη. Από παντού και προς όλους.

Πίστη. Σε ό,τι εμπιστευτούμε.




Δεν πωλείται (και άρα ούτε ενοικιάζεται):

Αξιοπρέπεια. Για κανένα αντίτιμο.

Ελπίδα. Δεν μετριέται έτσι κι αλλιώς.

Φως. Μη μετρήσιμο επίσης.

Ψυχή. Εδώ και αιώνες δεν έχει γίνει κατορθωτό.

Νους. Όχι με την έννοια της ιδιαίτερης ευφυίας, αλλά της απλής όσο και τα τέσσερα γράμματα που τον αποτελούν.

Φαντασία. Δεν υπάρχει νόμισμα αποπληρωμής.

Δύναμη. Όχι η σωματική προφανώς.

Αγάπη για αυτόν τον γεωγραφικό χώρο. Πώς να μην αγαπά κανείς τόσο μπλε;

Ιστορία, με το ρόλο του καλύτερου δασκάλου. Μιλάει, αλλά δύσκολα την ακούμε..

Και τέλος,
δεν πωλούνται άνθρωποι.
Αυτοί που τυχόν είναι προς πώληση, η αξία τους είναι μηδενική, έτσι κι αλλιώς...

(ελπίζω το πείραμα του κινούμενου ουρανού στην εικόνα να πετύχει)...








Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

One Thousand Violins - If Only Words

Ποιητική νοημοσύνη

«Δεν ανήκω σ’ εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο πόλεμος πρέπει μοιραία να κυριαρχήσει επάνω μας, ν’ αποστομώσει δηλαδή τις φυσικές ή πνευματικές μας ροπές και να μην αφήσει στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντός μας παρά την Ανάγκη. Η Ανάγκη βέβαια υπάρχει και πρέπει να λυθεί και θα λυθεί. Αλλ’ αν το ψωμί είναι πιο χρήσιμο από την Ποίηση, αυτό κιόλας δε σημαίνει πως η τελευταία ετούτη παύει να παραμένει ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου. Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του, ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του, ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση.
Αλήθεια, με ποιόν τρόπο φτάνει κανένας ίσαμε κει; Τα λόγια είναι μεγάλα, όμως εκείνα που έχουμε να πούμε είναι πιο μεγάλα. Μπορεί να τα διατυπώνουμε όσο μπορούμε πιο καθαρά, να τα χτενίζουμε, να τα ταχτοποιούμε, ποτέ δεν καταφέρνουμε τίποτε όσο έχουμε για μόνο μας κριτήριο τη λογική και τη γνώση, όσο ενδιαφερόμαστε να ερμηνέψουμε μόνο κι όχι ν’ αποκαλύψουμε το μυστικό και λυρικό νόημά τους.
Όταν στις πιο μοναχικές μας στιγμές νιώθουμε την ανάγκη της έκφρασης, η φαντασία είναι αυτή που μόνη μπορεί  –όχι σα μνήμη αρρωστημένα ξαναφερμένη στο σήμερα, όχι σα φυγή από το πραγματικό, καθώς θα το νομίζανε οι περισσότεροι, αλλά σαν προβολή στο μέλλον, και σα γενναία μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες ενός παρόντος–, είναι αυτή μονάχα που μπορεί να επιτελέσει το θαύμα. Θα ’τανε λιποψυχία και αμάρτημα να την αφήσει κανείς δισταχτική, δειλή, μετρημένη, κατάλληλη δηλαδή ν’ αντιπροσωπεύει έναν κόσμο το ίδιο δειλό, δισταχτικό, μετρημένο, καταδικασμένο σε μαρασμό, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τη λειτουργήσει ως τις έσχατες συνέπειές της, απολαμβάνοντας έτσι κι όλα της τα ευεργετήματα. Σήμερα, οπόταν η φθορά εκατομμυρίων σελίδων ποιητικού λόγου έχει κάνει τη συγκίνηση απαιτητικότερη, μονάχα η βίαιη χειρονομία της φαντασίας μπορεί να ελπίσει σε αληθινά δάκρυα. Τί σημασία μπορεί να έχει αυτό το σπάσιμο, αυτός ο αναστατωμός του αιώνιου ύπνου των κοινών και μακάριων ανθρώπων για την ποίηση δε μου φαίνεται ανάγκη να εξηγήσω.
Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός, αυτός μόνο μέσ’ από τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει τις ζωοδότρες του ριπές. Είναι ο αέρας που χιλιάδες χρόνια τώρα, με διαφορετική βέβαια ένταση, μα με την ίδια ευγένεια και την ίδια φορά, πνέει μες στ’ άξια λυρικά έργα, κλασικά, ρομαντικά, υπερρεαλιστικά – αδιάφορο.
.......
Πώς, λοιπόν, συμβαίνει να βλέπουμε μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού –τη μεγαλύτερη ίσως– με θαυμασμό σκυμμένη πάνω στα έργα των παλαιότερων, με ειρωνικό χαμόγελο ή ολοφάνερη αντιπάθεια πάνω στα έργα των νεότερων;
Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού μήτε τα έργα των παλαιότερων καταλαβαίνει, τουλάχιστον το μέρος εκείνο που ίσα ίσα αποτελεί τη μοναδική αξία τους, το σπίθισμα της μεγαλοφυΐας του, την αίγλη της ιδιαίτερής τους επιβολής. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουνε την υπόθεση, το μύθο, τα ερμηνευτικά σχόλια της κριτικής επάνω στις συνθετικές αρετές του έργου, μπορεί να θαυμάζουν τη θέση που τυχόν έχει πάρει το έργο αυτό μες στους αιώνες, αλλά την παρουσία της ουσίας του λυρισμού, την πραγματική συγκίνηση, που δονεί τους στίχους, και δικαιώνει το ανάβλυσμά τους, την αγνοούν, τη περνούν ανυποψίαστα, σα να μην ήτανε παρά μια τυχαία και αδιάφορη λεπτομέρεια.
Έτσι βλέπουμε κάθε μέρα αξιοπρεπέστατους κυρίους, με θέσεις μεγάλες μέσα στην κοινωνία, με βιβλιοθήκες μεγάλες πίσω απ’ τις γυριστές πολυθρόνες τους, να κινούν το κεφάλι τους με οίκτο μπροστά σε πίνακες ή βιβλία πρωτοπόρων και να διαδηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για τον κατήφορο που πήρε κι όπου βρέθηκε να κυλάει σήμερα η Ποίηση και η Τέχνη. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι κύριοι αυτοί, κατά βάθος καλόπιστοι και ειλικρινείς, παρουσιάζονται απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο τους και βαθύτατα συγκινημένοι για το παραστράτισμα – όπως το θεωρούνε– των νέων εργατών του πνεύματος.
Στην πρώτη παρατήρηση που είναι δυνατόν να τους γίνει σχετικά με την κακή μέθοδο που χρησιμοποιούν για να πλησιάσουν ένα ποίημα τινάζονται με αγανάκτηση και κοιτάζουνε γύρω τους με δίκαιη απορία, ωσάν να θέλουνε να πούνε:  «Αν δεν καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιός, διάβολε, καταλαβαίνει;». Και το πιστεύουν! Σάμπως η ποίηση να μην είναι παρά ζήτημα σοφής κεφαλής και εργαστηρίου, πείρας μελετητικής και κοινωνικής ικανότητας για σταδιοδρομία. Κι όμως εκεί εντοπίζεται το κακό που γίνεται σήμερα αιτία της μεγάλης μας ασυμφωνίας.
Ε λοιπόν, όσο για μένα, το λέω! Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως η κατανόηση της ποίησης είναι κάτι το εντελώς άσχετο με ό,τι ως τώρα συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευφυΐα, άσχετο με όλα όσα κάτω από το γενικό τίτλο «πνευματικά προσόντα» εξασφαλίζουν, όταν υπάρχουν, στον κάτοχό τους κοινωνικές επιτυχίες και θαυμασμούς. Η κατανόηση είναι πολύ περισσότερο ζήτημα μιας άλλης ικανότητας, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ποιητική νοημοσύνη.
Η ποιητική αυτή νοημοσύνη μπορεί να λείπει από τους αναγνώστες, κι ωστόσο να κατοικεί μέσα στον πιον απλόν άνθρωπο. Μπορεί, δεν ξέρω, να στηρίζει σε μια σωστή συναισθηματική και ψυχική αγωγή, να ’χει σχέση με την ύπαρξη μιας καλής ποιότητας ευαισθησίας, με την παρουσία μιας ανάγκης πραγματικής για ποιητικό πέταγμα. Οπωσδήποτε, ένα είναι το γεγονός: ότι εκείνοι που κάνουν τόσο πάταγο γύρω από τα κλασικά κείμενα στέκουν ανήμποροι στα σημερινά, επειδή η λογική τους πανοπλία δεν έχει τρόπο να επιδειχτεί και να λειτουργήσει....
..........................................................
Εμείς, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε τίποτε απολύτως πίσω μας, που δεν υπήρχε γύρω μας ούτε ίχνος ατμόσφαιρας δεχτικής, αναλάβαμε μιαν επιτέλους όχι θεματογραφική επανάσταση, που άλλωστε και σήμερα έχουμε όλο το κέφι, όλη την πίστη, που χρειάζονται για να τη συνεχίσουμε. Ας τη συνεχίσουν και οι νεότεροι. Ας προτιμήσουν, αντί ν’ αποτελέσουν όλοι τους μαζί ένα φέρετρο επιμελέστατa κλεισμένο πάνω στη χλιαρή στάχτη του κόσμου που πεθαίνει, να πλέξουν τα μπράτσα τους και ν’ αποτελέσουν τη μεγάλη Σχεδία που μέσ’ από μπουρινιασμένα πελάγη θα περισώσει και θα φέρει την Ελπίδα μας σε μια καινούργια, εύφορη γη...»
(Οδ. Ελύτης, «Ποιητική νοημοσύνη», Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος)

Ποίηση, ποιητική νοημοσύνη, φαντασία, Σχεδία, Ελπίδα.
Λίγη εμπιστοσύνη σε αυτές τις λέξεις χρειάζεται, και ίσως αυτή η εύφορη γη να μην και τόσο πολύ μακριά ακόμα..
Ίσως..







Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

The Sound - Total Recall (HQ)

... ο φόβος για το γνωστό...

Επιστρέφοντας από τις διόλου αμελητέες (ποσοτικά) και απερίγραπτα πλούσιες σε εικόνες, ομορφιά και μπλε καλοκαιρινές διακοπές μου, ένιωσα έναν δυνατό κόμπο στο στομάχι...
Από αυτούς που συνήθως εμφανίζονται πριν το πρώτο ραντεβού, ή μετά το τελευταίο, ίσως...
Φόβος για το άγνωστο;

...
Όχι...
Το εντελώς αντίθετο.
Φόβος λόγω της πλήρους επίγνωσης.
Το κατάλαβα από τα πρώτα λεπτά που βρέθηκα στην Αθήνα.
Το μπλε ξαφνικά έγινε μαύρο.
Σε κλάσματα δευτερολέπτων, σα να μην είχα φύγει ποτέ.
Ή σαν να είχα μεταφερθεί σε έναν φανταστικό κόσμο...
Και ταυτόχρονα, σαν να έλειψα χρόνια ολόκληρα...
Τα άσχημα στη θέση τους (και πιο άσχημα ακόμα), τα λίγα όμορφα, σαν να κρύβονται σιγά σιγά και αυτά...



Και δέχτηκα μια σφοδρή επίθεση σκέψεων και αναρωτήσεων..

πού πάει η χαρά όταν τελειώνει;
πού κρύβεται ο ήλιος όταν σκοτεινιάζει;
πού σκορπίζεται η αγάπη όταν διαλύεται;
πού φωλιάζει η ελπίδα όταν πνίγεται από την πραγματικότητα;
πού βρίσκεται η αλήθεια;

πώς ξεχνιούνται οι κακές στιγμές;
πώς συντηρούνται ζωντανές οι καλές;
πώς καταργείται ο χρόνος;
πώς ξεριζώνονται οι αναμνήσεις;
πώς εξαφανίζονται οι άσχημες σκέψεις;
πώς γυρίζει ο χρόνος πίσω;

πότε αρχίζει η καλή αρχή και τελειώνει το άσχημο τέλος;
τί συμβαίνει όταν η αισιοδοξία αρχίζει να ξεθωριάζει λίγο λίγο;
τί συμβαίνει όταν υπάρχει ένα φίλτρο θολό που κάνει δυσδιάκριτο κάθε τι όμορφο και ειρηνικό για την ψυχή και το μυαλό;
από πού κρατιέται κάποιος όταν το σκοινί αρχίζει και ταλαντώνεται επικίνδυνα;
από πού αναπληρώνεται η δύναμη όταν τα αποθέματά της ελαττώνονται με τόσο τρομακτικά αστραπιαίο ρυθμό;


πώς ξεκινά η νέα χρονιά (με την ουσιαστική της σημασία, καθότι κάθε Σεπτέμβρης και μια νέα αρχή), έχοντας άσχημα προαισθήματα, και κυρίως, ασχήμια και εξαθλίωση γύρω γύρω;...

πώς λύνεται αυτός ο κόμπος στο στομάχι που με εμποδίζει  να αναπνέω αβίαστα;

και αν τελικά είναι αυτή μόνο η αρχή, και θα έρθουν χειρότερα, μία σκέψη κυριαρχεί:

ας έρθουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα...
ας τα ζήσουμε όσο πιο συμπυκνωμένα γίνεται...
κάψουλα χρόνου..
μήπως έτσι φύγουν και πιο γρήγορα..
λυθεί ο κόμπος..
και ξαναβρώ την κανονική αναπνοή μου...

αυτή σίγουρα θα είναι η πιο διαφορετική αρχή που έχω ζήσει..
και μέσα μου ψιθυρίζω τις αγαπημένες λέξεις..

... take me somewhere nice...
τουλάχιστον..


Barbara Kruger








Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Beach House - Better Times

...σημεία και γραμμές...


Τρία σημεία, τρεις κουκίδες στο χάρτη.
Η τελευταία, όχι κουκίδα, αλλά μια ολόκληρη γραμμή.
Σημεία που μυρίζουν θάλασσα και έχουν καταγραφεί στους χάρτες της παιδικής μνήμης..


Σημείο 1: Καλαμάτα.
Αγαπημένο σπίτι επί της οδού Αναγνωσταρά... Ακριβώς απέναντι από ένα από τα πιο όμορφα νεοκλασικά κτήρια της πόλης, το Ζουμπούλειο, το κτήριο όπου στεγάζεται το Φεστιβάλ Χορού... 
Ήχοι πιάνου, παρατηρήσεις της δασκάλας και μικροί ήχοι από τις pointes...
Ατελείωτες ώρες θαυμασμού για τις χορεύτριες που έβλεπα ακριβώς απέναντι από το παράθυρο.. 
Ποιός ξέρει; Ίσως μερικά από τα κορίτσια που χάζευα τότε, να είναι σημερινές επαγγελματίες μπαλαρίνες..
Κήπος με δένδρα, λουλούδια, με πιο αγαπημένα τα «δειλινά».. ανεξήγητο το πότε καταλαβαίνουν το ηλιοβασίλεμα και πότε την ανατολή..
Ατελείωτες μεσημεριάτικες βόλτες με το ποδήλατο... πάνω κάτω, πάνω κάτω..
Παγωτό χωνάκι από μηχανή, ή, κυπελλάκι «Σικάγο». Αδιαπραγμάτευτες αξίες.
Βόλτες μέχρι τον φάρο του Πανελληνίου..
Φίλοι του καλοκαιριού. Ήταν απόλυτα συνδυασμένοι και συνυφασμένοι με αυτό. Η ανάμνησή τους μυρίζει καλοκαίρι..
Αριστέα, Ελένη, Τζένη, Βασίλης, Γιώργος, Μαίρη, Αναστασία...
Και: λατρεμένη γιαγιά και λατρεμένος παππούς. (Πώς θα γινόταν αλλιώς;)..
Και θάλασσα.... θάλασσα... 
Φυσικά.


Σημείο 2: Λουτράκι.
Αγαπημένο σημείο συνάντησης με ανθρώπους που έμεναν πάντα μακριά από την Ελλάδα.
Κάτι σαν άτυπη συνάντηση αναπλήρωσης χαμένου χρόνου λόγω απόστασης..
Αυτό το τόσο μικρό σημείο στον χάρτη, γινόταν το κέντρο του κόσμου, για πολλούς ανθρώπους δικούς μου...
Ο απόλυτος τόπος της ζαβολιάς, των ζηλευτών σημείων για κρυφτό, της απόλυτης και μέχρι δακρύων αστείας ασυνεννοησίας (μέχρι να μάθουμε καλά οι μεν την γλώσσα των δε, εγώ γαλλικά εκείνοι ελληνικά*), των τιμωριών (γιατί πάντα μα πάντα παρεκτρέπετο η κατάσταση), αλλά και της απόλυτης ξεγνοιασιάς για μικρούς και μεγάλους...
Σα να γίνονταν και οι μεγάλοι μικροί..
Και: οι πιο αγαπημένοι συγγενείς.... (Πώς θα γινόταν αλλιώς;)..
Laurent, Anne-Sophie, Emmanuel, Jannine, Irene, Ρόη, Χάρης, και φυσικά Στέλλα (μητέρα)..
Και θάλασσα.. θάλασσα..
Φυσικά.


Σημείο 3: Θάλασσα.
Εδώ δεν υπάρχει αναφορά σε σπίτι. Ούτε σε συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο.
Eδώ υπάρχουν μόνο ταξίδια με προορισμό που προέκυπτε στην πορεία.
Με αφετηρίες μακρυνές και προορισμούς ακόμα πιο μακρυνούς...
Με αλλαγές πορείας τελευταίας στιγμής.
Με «μπουνάτσα» αλλά και «θάλασσα».
Άλλοτε με πανιά, και άλλοτε με μηχανή.. (στην χειρότερη και έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλη εναλλακτική λύση..)..
Με πυξίδες, σκοινιά, άγκυρες, χάρτες, νιτσεράδες...
Και με δύο λατρεμένους ανθρώπους στο επίκεντρο.
Καρολίνα και φυσικά Γιάννης (πατέρας). (Πώς θα γινόταν αλλιώς;)..
Άλλος κόσμος. Ή μάλλον, ο ίδιος κόσμος αλλά από διαφορετική διαδρομή.
Νησιά, λιμανάκια, βραδυνή έξοδο με τα «καλά» μας και επιστροφή με μικρό φουσκωτό στη βάση μας, δυνατά γέλια χωρίς φόβο μήπως ενοχλήσουν τον γύρω κόσμο, ατελείωτες συζητήσεις ακριβώς κάτω από τον ουρανό και ακριβώς στη μέση της θάλασσας...
... οπότε και εδώ, θάλασσα.. θάλασσα..
Φυσικά.


Τρία σημεία.
Τρεις κουκίδες.
Ή καλύτερα: δύο σημεία και μια γραμμή.
Τρία albums.
Διαφορετικά, με διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικά μέρη, αλλά όχι ασύνδετα μεταξύ τους.
Ο συνδετικός κρίκος είναι προφανής...


Θάλασσα.. θάλασσα..
Φυσικά..


έχουν αλλάξει πολλά από τα παραπάνω..
μέρη, άνθρωποι, συγκυρίες, παρουσίες...


... παιδικές μνήμες με μια μικρή ενήλικη νοσταλγία ...
και με λίγο άρωμα θαλασσινού νερού..
και όλα αυτά.. σε δυο σημεία και μία γραμμή..





 Joan Miro, Blue III (1961), Musee National d' Art Moderne, Centre Georges Pompidou, Paris


(* για την ιστορία, με ξεγέλασαν, δεν έμαθαν παρά κάποια στοιχειώδη υποτυπώδη ελληνικά... ας είναι..)



















Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Other Lives - Paper Cities

.Αθήνα σε έκτακτη κατάσταση. Στοπ.


Μια εικόνα διαφορετική από κάθε άλλη χρονιά.
Μια πόλη πολύ αλλαγμένη.
Μια πόλη που .... δείχνει σημάδια εγκατάλειψης...


Την Αθήνα την αγαπώ. Την υπερασπίζομαι πάντα και δυνατά.
Δεν είναι η πιο εύκολη πόλη να ζεις.
Ίσως το αντίθετο. Μάλλον από τις πιο δύσκολες.
Όμως, η σχέση μαζί της είναι ειλικρινής.
Είναι όπως και στις προσωπικές, ακόμα και ερωτικές σχέσεις.
Αν ο άλλος/η σου δείχνει ευθύς εξαρχής την καθαρή αλήθεια, τα τρωτά και τα θελκτικά σημεία, ξέρεις πού βαδίζεις, ξέρεις γιατί μένεις, ή ξέρεις γιατί αποφασίζεις να φύγεις..


Έχει ελλείψεις, βασικές.
Τόσο βασικές, που νιώθεις πολίτης τρίτης ή και τέταρτης κατηγορίας (δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η ορολογία, αλλά είναι ενδεικτική).
Δρόμοι, συγκοινωνίες, ρυμοτομία, αποστάσεις, κίνηση, πράσινο, αέρας...
Δεν είναι και τα πιο δυνατά σημεία της, τα παραπάνω, είναι η αλήθεια..


Έχει υπερβολές εξόφθαλμες.
Τόσο, που αναρωτιέμαι  «μα, τόση υπερπληθώρα πια; γιατί;»...


Ωστόσο, είναι η πόλη στην οποία ζω και θέλω να ζω.
Συμβαίνει εδώ και αρκετό καιρό, αλλά μάλλον δεν ήθελα να το παραδεχτώ τόσο ανοιχτά στον εαυτό μου..
Η εικόνα της πόλης μου έχει αλλάξει.
Πολύ.
Έντονα.
Η πόλη μου... ερημώνει...
Έχουν υπάρξει στιγμές που κυκλοφορώ, και κοιτώντας γύρω μου τους άδειους δρόμους, έχω αναρωτηθεί: μήπως έχει συμβεί κάτι, στα αλήθεια, και δεν έχω μάθει ακόμα κάτι;...


Είναι σοκαριστικό να περπατώ στα γνωστά και αγαπημένα μου μέρη, αλλά και σε μη αγαπημένα, σε περιοχές που απλά υπήρχε κίνηση, κυκλοφορούσαν άνθρωποι, και να νιώθω μοναξιά.
Πού; Στην Αθήνα.
Την Αθήνα που μέχρι λίγο πριν φοβόμουν ότι πια θα ερχόταν μια μέρα που απλά θα βούλιαζε.... Πόσα εκατομμύρια ανθρώπων να την πατούν, και πόσα εκατομμύρια αυτοκινήτων να την διασχίζουν;


Την απάντηση για το πού οφείλεται αυτή η αλλαγή, ενδομύχως, την γνωρίζω.
Και τη ζω. Καθημερινά.
Είμαι κομμάτι της ίδιας πραγματικότητας.
Δεν ζω «κάπου στην Αθήνα, αλλά κατεβαίνω συχνά στο κέντρο».
Ζω στην Αθήνα. Τελεία και παύλα*.


Όμως αρχίζω και φοβάμαι.
Τις όμορφες πόλεις δεν τις κάνουν μόνο τα πάρκα, τα ποτάμια, τα μεγάλα πεζοδρόμια, οι σύγχρονες συγκοινωνίες.
Τις κάνουν κυρίως οι άνθρωποι.
Πάντα έλεγα «οι εχθροί της Αθήνας να φύγουν» (με τη γνωστή μου διαλλακτική στάση σε ορισμένα θέματα...)..
Και εξακολουθώ και το πιστεύω. Και αναρωτιέμαι..
Όλοι αυτοί που έφυγαν, ήταν στην πραγματικότητα εχθροί της ή αναγκάστηκαν να φύγουν;...


Και όσοι μένουμε πίσω;


Βλέποντας το ηλιοβασίλεμα από τη βεράντα μου, προσπαθώ να σκεφτώ κάτι που θα μου δώσει λίγη δύναμη και ελπίδα..
Μήπως όσοι μένουμε πίσω, καταφέρουμε να δούμε καλύτερα την ομορφιά της και να της δώσουμε λίγο περισσότερη σημασία από πριν;
Ανακαλύπτοντας τις γειτονιές μας;
Περπατώντας σε άγνωστες μέχρι σήμερα συνοικίες;
Μπαίνοντας σε μικρά μαγαζιά, χωρίς να είναι απαραίτητο να αγοράσουμε κάτι, απλά και μόνο κάνοντας την παρουσία μας αισθητή στους ανθρώπους που δίνουν και αυτοί τον δικό τους αγώνα να μένουν εδώ;


Η Αθήνα είναι από τις πόλεις που αλλάζει μορφή, ανάλογα  με τα μάτια που την κοιτάζουν..
Για αυτούς που θέλουν να τη βλέπουν σαν την ωραιότερη πόλη του πλανήτη, δείχνει και αυτή τα καλύτερά της στολίδια..
Γωνιές, συνοικίες, μυρωδιές, θέα, ατμόσφαιρα, πολιτισμό...


Για αυτούς που τη θέλουν να αποτελεί τον σάκο του μποξ για οτιδήποτε δύσκολο και παράταιρο και στρυφνό συμβαίνει στη ζωή τους, τότε βγάζει δόντια..


Όσο για αυτούς που ήθελαν, αλλά δεν τα κατάφεραν..
Πιστεύω ότι θα έχει κρατήσει θέσεις για την επιστροφή τους.. όποτε αυτή θα γίνει..


Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον ήλιο που σβήνει πίσω από τον Λυκαβηττό, και αφήνω να μου ξεφύγει ένα μικρό χαμόγελο ελπίδας.
Γιατί, έχω εμπιστοσύνη στην πόλη μου..
και στους ανθρώπους της.. τόσο σε αυτούς που βρίσκονται εδώ, όσο και σε αυτούς που την αγαπούν έστω και από μακριά..


* Και μια μικρή υποσημείωση για κάτι που ακούω συχνά... Όχι, το κέντρο της Αθήνας, πλην των γνωστών και ανέκαθεν «παραδοσιακών» κακόφημων συνοικιών και επικίνδυνων σημείων, δεν είναι απροσπέλαστο.. δεν θα βρεθεί κάποιος σφαγμένος ή μαχαιρωμένος ή πυροβολημένος στη μέση του δρόμου, μετά τις 8 το βράδυ.... Τα κακοποιά στοιχεία δεν είναι αυτά που κάνουν την πόλη επικίνδυνη.. τουλάχιστον, όχι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις του κόσμου..
Η αδιαφορία, αντιθέτως, ναι.. 













Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012


Ανοιχτά Χαρτιά (Οδ. Ελύτης)
2

Και για κλείσιμο, μεταφέρω μερικά διάσπαρτα λόγια του ιδίου για την συγκεκριμένη συλλογή των κειμένων του..

... «...Ήθελα, στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ’ ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι – κι ας ήτανε και φάλτσα. Θέλω να πω ότι το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση· που σιγά-σιγά, με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις. Και πως, στο κάτω κάτω, αν με είχε οδηγήσει στ’ αμαρτήματα που απαρίθμησα, έφταιγε η απειρία μου η προσωπική και όχι, καθόλου, η ίδια η αρχή, που μ’ έβαζε να δυσπιστώ σε κάθετί το παραδεδεγμένο και συστηματικά να το αντιστρατεύομαι».

«... Τις ιδέες μας τις πετάμε, μόλις αρχίσουν να μας ενοχλούν, σαν τις χαρτοπετσέτες. Τις καινούργιες τις «ανοίγουμε» σαν κονσέρβες, που σπεύδουμε να τις καταναλώσουμε προτού προφτάσουν ν’ αλλοιωθούν. Κι όσο για να μεταδώσουμε τις σκέψεις, δεν υπάρχει πρόβλημα: Καταφεύγουμε σ’ όποια διάλεκτο μάς είναι πρόχειρη, ακόμη και στις ξένες γλώσσες, μια που το αποτέλεσμα, έτσι κι αλλιώς, είναι περίπου το ίδιο..».

..«Άμα δεν κλαίγεσαι, πάει να πει πως είσαι ένας ευδαιμονιστής, γράφε μακάριος· κι άμα δε λες τους καημούς σου, δεν έχεις καημούς, είσαι ένας αμέριμνος. Άμα μιλάς για την Ελλάδα, είσαι ένας τοπικιστής, δεν έχεις οικουμενικό πνεύμα· αν γνοιάζεσαι για τη γλώσσα σου, βρίσκεσαι έξω από τον παλμό της εποχής σου, είσαι ένας καθυστερημένος· τέλος, αν ζητάς να φτιάξεις κάτι το στέρεο, είσαι μορφολάτρης και εστέτ...».

.. «Είναι η απουσία της φαντασίας που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ανάπηρο της πραγματικότητας· κι ας παν να λεν οι πραχτικοί άνθρωποι, που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να την έχουν καν ψελλίσει, δυο φορές αναλφάβητοι. 
Και όμως, από το τί είναι στο τί μπορεί να είναι, περνάς μια γέφυρα που σε πάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο φτιαγμένον από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η Κόλαση. Δεν είναι παρά η αντίληψη για την διάταξη των υλικών που διαφέρει...»..
Σελίδες που διαβάζονται και ξαναδιάζονται...


Υπάρχουν βιβλία, σαν λόγια που δεν ξεχνάς ποτέ..
Βιβλία που αν μπορούσα να κουβαλώ συνεχώς μαζί μου, θα το έκανα..
Βιβλία που τα ανοίγω για το παραμικρό, και τα κλείνω έχοντας πάρει απαντήσεις..


Η λίστα δεν είναι μεγάλη, για να είμαι ειλικρινής..
Ακριβώς για αυτό το λόγο, θέλω να αρχίσω να τη μοιράζομαι..


Πρώτη στάση, λοιπόν.
«Ανοιχτά Χαρτιά» Οδυσσέας Ελύτης..
Μια συλλογή με λογής λογής κείμενα (πεζά) του Ελύτη, που καταπιάνονται με ό,τι καταπιάνεται η ζωή: από την τέχνη, τη ποίηση, την τόλμη, την τύχη, μέχρι τον έρωτα (πώς θα μπορούσε χωρίς αυτόν;), το 1940, τον Ανδρέα Κάλβο, τον ζωγράφο Θεόφιλο, την ημιμάθεια, τη γνώση, το θέατρο, τα όνειρα, τους ανθρώπους, την απόσταση...


Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω και να σταχυολογήσω κάτι από όλα αυτά..
Σχεδόν πάντα ακολουθώ την μέθοδο του τυχαίου: ανοίγω τυχαία μια σελίδα, και έτσι ανατρέχω στην αντίστοιχη ενότητα.
Υπάρχουν όμως και φορές, που επί τούτου, ανατρέχω σε συγκεκριμένη σελίδα για να πάρω απαντήσεις.. ή για να μου γεννηθούν ερωτήσεις σε απαντήσεις που νόμιζα ότι γνώριζα...


Ας μιλήσουμε, στην αρχή, για όνειρα..
Ας μιλήσει ο Ελύτης για την ακρίβεια, για όνειρα...


«Στο σημείο που όλοι οι άνθρωποι γίνονται ποιητές, παύουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Κάποτε, όταν ρώτησα ένα θείο μου, φημισμένο για τα αυστηρά του ήθη, τί είδους όνειρα έβλεπε, μου αποκρίθηκε με ιερή αγανάκτηση: “Όνειρα; τρελός είμαι, παιδάκι μου, να βλέπω όνειρα;”.
Καταλαβαίνετε, δηλαδή: το ένα τρίτο της ζωής μας είναι αμελητέο, καταδικαστέο, ίσως και ανήθικο· και αν είχε τρόπο η κοινωνία να μας παρακολουθεί στον ύπνο, είναι σίγουρο πως θα βρισκόμασταν κάθε λίγο και λιγάκι στα δεσμωτήρια.
Δεν υλοποιεί, φαίνεται, κανένας τα συναισθήματά του ατιμωρητί. Ακόμη και όταν οι άλλοι δεν επεμβαίνουν, επειδή δεν έχουν τον τρόπο, αναλαμβάνουμε οι ίδιοι εμείς ν’ απομονώσουμε και να ρίξουμε στον ιδιωτικό μας Καιάδα κάθε τέτοιου είδους ελευθερία. Επειδή μπορεί να την υμνολογούμε κάθε μέρα την ελευθερία, να την επικαλούμαστε, μόλις όμως μας έρθει της κλείνουμε την πόρτα. Κάτι ξέρουνε αυτοί που λένε πως είναι πολύ σκληρό πράγμα να γίνεσαι, έστω και για μια στιγμούλα, Θεός.
Αλλ’ ας μη φτάσουμε ως εκεί.


....


Ανάμεσα στη φροϋδική Επιστήμη των Ονείρων και στους λαϊκούς Ονειροκρίτες έτρεφα πάντοτε την ελπίδα να βρω έναν τρίτο δρόμο, έναν τρόπο λιγότερο επιστημονικό, και συνάμα λιγότερο αφελή, που να μου επιτρέπει να χειρίζομαι το υλικό των ονείρων, ανεξάρτητα και πάνω από την ψυχαναλυτική ή την προφητική σημασία τους.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι “δεν είναι εύκολες οι θύρες”. Ελάχιστοι είχαν προσπαθήσει ν’ ανοίξουν τον δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή. Και συλλογίζομαι ότι η αδυναμία μας να προσδιορίσουμε ποιός είναι ο χώρος όπου, παρ’ όλα αυτά, δρούμε σε κάποια περίοδο του εικοσιτετραώρου, κάθε εικοσιτετράωρο, εναντίον όλων των φυσικών νόμων, αποτελεί δείγμα της μετριότατης αντίληψης που έχουμε για τη μια και μόνη, όπως ισχυριζόμαστε, ζωή που μας δόθηκε. Πολύ περισσότερο που πρόκειται για το μόνο μέρος όπου ενεργούμε χωρίς δεσμεύσεις· χωρίς αίσθηση του χρόνου· χωρίς ντροπή....
Η μακραίωνη συνήθεια των ανθρώπων να ταυτίζουν οτιδήποτε ωραίο ή ανέφικτο με το όνειρο εκεί οφείλεται, πιστεύω: στην πλασματική έννοια ενός κόσμου αναστυνόμευτου περισσότερο παρά στην απολαβή στιγμών ευτυχισμένων, που κατά κανόνα είναι σπανιότερες από τις αγχώδεις και τις εφιαλτικές.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στη δυνατότητα της απομνημόνευσης. Επειδή τί άλλο παρά μια υπαγορευμένη, άθελά μας, έντονη απώθηση μπορεί να είναι εκείνο που μας κάνει να μην διασώζουμε, συνήθως, παρά ψυχία σκηνών ή εικόνων, τις περισσότερες φορές – και τίποτε, παρεχτός ένα συναίσθημα ευχάριστο ή δυσάρεστο, κενό από κάθε περιεχόμενο;
Ναι, ο Φρόυντ είχε δίκιο. Το όνειρο σε αφήνει όταν το αφήνεις. Προσωπικά, σε περιόδους όπου έτυχε ν’ ασκήσω τον εαυτό μου επιτούτου, κατάφερα να συγκροτήσω, όπως από τα θραύσματα ενός αγγείου οι αρχαιολόγοι, ολόκληρο το αντικείμενο κι αυτό με κίνδυνο να θεωρηθώ μυθοπλάστης. Τόσο απίθανο μας φαίνεται να υπάρχει συνέπεια στη σειρά από τα «δρώμενα», όπου η λογική δεν έχει πλέον τον πρώτο λόγο.


....


Η πλησιέστερη παρομοίωση που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στο νου είναι από τη μουσική. Επειδή, βέβαια, όλα εκείνα που έκανα μέσα στα όνειρά μου, τα ’νιωθα ν’ απομακρύνονται πολύ από τη γραμμή της ζωής μου, όμως πάντοτε σε συμφωνία μαζί της. Θέλω να πω, να φτάνουν με φαντασμαγορικούς μαιάνδρους ως τις τέσσερις άκριες του απίθανου και πάλι, στο τέλος, να επαναστρέφονται και να συνενώνονται με το κύριο κομμάτι που εξακολουθούσα να παίζω ξυπνητός. Ακριβώς όπως σ’ ένα κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, ξυπνητός ήμουνα το βιολί· στον ύπνο μου, όλα τα άλλα όργανα, που ακολουθούσαν τη δική τους ροή, για να επιστρέψουν αρμονικά και να συμπλεύσουν με την πρωτεύουσα μελωδία..».


Και ακολουθούν τα όνειρά του σε κατηγορίες: «οι λέξεις και τα όνειρα», «τα όνειρα, οι άνθρωποι, και οι τόποι» και «τα όνειρα και η απόσταση (θραύσματα ονείρων)».

(Οδυσσέας Ελύτης, «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. Ίκαρος)
(* Αφιερωμένο σε μια γυναίκα που απλόχερα μου έδειξε αυτόν τον γοητευτικό δρόμο)...