Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

το animal print σκουφί

Δήμητρα Ζαπονίδου.

Η πρώτη γυναίκα αρχηγός της πρώτης Εθνικής Ομάδας Μπάσκετ Γυναικών.

Το βλέμμα μου αμέσως έπεσε πάνω στο βλέμμα της. Και μετά στο animal print μάλλινο σκουφί της.



Ο ορισμός του fashion icon. Αναμφισβήτητα.

Και μετά από πολύ καιρό η τηλεόραση, για κάποια λεπτά, απέκτησε ενδιαφέρον.

Άρχισε να εξιστορεί την ιστορία της, πώς ξεκίνησε το μπάσκετ, πώς βρέθηκε στη θέση της αρχηγού. Η εξιστόρησή της ζωντανή, όσο και το βλέμμα της. Και ένα μόνιμο χαμόγελο συγκίνησης στο πρόσωπο.

«Δεν παραπονέθηκα ποτέ για τίποτα. Το αντίθετο. Ήμουν ευγνώμων πάντα για όσα μου έφερνε η ζωή, ακόμα και για τα πιο δύσκολα».

Η μαμά της μανάβισσα. Φτώχεια μεγάλη. Τις Κυριακές πήγαινε στον Έσπερο και παρακολουθούσε βόλεϋ, μέχρι που την πλησίασε ο προπονητής της και της πρότεινε να αρχίσει να παίζει.

«Κάποια στιγμή διαβάζω ότι έχει ομάδα μπάσκετ ο Πανιώνιος. Πάω και τους λέω, με θράσος ε; “Θέλω να παίξω”. Έφευγα από το εργοστάσιο που δούλευα στις 5, με το σορτσάκι στην τσάντα, γιατί στις 6 είχα προπόνηση. Πήγαινα από του Χαροκόπου στη Ν. Σμύρνη με τα πόδια και δεν διαμαρτυρήθηκα ποτέ μου».

Το 1951 η γυναικεία ομάδα κατέκτησε αήττητη το γυναικείο Πρωτάθλημα Αθηνών-Πειραιώς. «Στον τελικό, όταν μπήκα στο γήπεδο, μια εξέδρα φώναζε “δεν μπορείς Ζαπονίδου, δεν μπορείς”. Τα έχασα. Ήθελαν να μου σπάσουν το ηθικό. Και πράγματι στην αρχή δεν είχα βάλει ούτε ένα σουτ. Και όπως έχω την  μπάλα, γυρίζω, πάω εδώ και εκεί και από δω και από εκεί, δεν έχασα ούτε ένα καλάθι. Έτσι πήραμε την νίκη».

Ακολουθούν νίκες και στο εξωτερικό, ως Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης πια, στο Λίβανο (1958), πρωτοσέλιδα σε περιοδικά, εφημερίδες. Θρίαμβος και θρύλος.

Και κάποια στιγμή, φτάνει η αφήγηση στην προσωπική ζωή.

«Σταμάτησα το μπάσκετ στα 23 μου. Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά. Ο σύζυγός μου δεν ήθελε να συνεχίσω. Δεν με καμάρωσε ποτέ για ό,τι είχα κάνει. Με ζήλευε. Τα όποια έπαθλά μου, μετάλλια, κύπελλα κ.λπ., τα είχα όλα στο πατάρι, γιατί δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει».

«Το ότι σταμάτησα το μπάσκετ ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Το ότι έκανα κάτι που δεν ήταν δική μου επιθυμία αλλά επιθυμία κάποιου άλλου, δεν θα το συγχωρήσω στον εαυτό μου».

Και αυτή ήταν η μοναδική στιγμή που αυτό το τόσο φωτεινό πρόσωπο, το γεμάτο ρυτίδες ζωής, χαράς, γέλιου αλλά και ταλαιπωρίας, στερήσεων, σκοτείνιασε.

Και αμέσως σκέφτηκα. Πώς είναι να χαρίζεις την ζωή σου ολόκληρη σε έναν άνθρωπο που «δεν σε καμάρωσε ποτέ»; Πώς είναι να εξαφανίζεις όλες τις αναμνήσεις σου στριμωγμένες σε ένα πατάρι «επειδή δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει». Πώς ένα «ναι» μπορεί να ακυρώσει μια πορεία ζωής; Πώς θα ήταν η ζωή της αν αυτό το «ναι» ήταν «όχι»;

Ίσως κανείς δεν έχει απάντηση. Ίσως ούτε η ίδια.

Αυτό που σίγουρα έγραψε στο μυαλό μου ήταν η εικόνα μιας γυναίκας, που στα 80 χρόνια της πια, μπήκε σε ένα γήπεδο μπάσκετ, σκάναρε με το βλέμμα της τον χώρο και είπε «πωπω, τί ομορφιά». Και μετά πήρε την μπάλα και έριξε σουτ. 

Μπορεί να μην μπήκε καλάθι (*αν και δεν ήθελε πολύ).

Άλλωστε ένα καλάθι ακόμα, στα τόσα πάρα πολλά, τί να πει. 



Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Διάγγελμα κινδύνου


"Οι θλιβερές εικόνες βίας που είδαμε όλοι, απόψε, στην Αθήνα πρέπει να είναι οι τελευταίες".
* Αυτές που είδαμε προχθές ΔΕΝ ήταν "θλιβερές"? Αυτές ΔΕΝ πρέπει να είναι οι "τελευταίες"? 
"Και η ζωή ενός συμπολίτη μας, του νεαρού αστυνομικού που κινδύνευσε, να μας αφυπνίσει".
* Ενώ η ζωή του συμπολίτη μας, νεαρού, που επίσης κινδύνευσε,  ΟΧΙ? Αυτή να μας καθησυχάζει?
* Αυτό το "πάμε να τους σκοτώσουμε, πάμε να τους γ@..", φράση που στάζει μίσος και που βγαίνει σαν κραυγή από αγέλη ζώων, είναι πιο "δημοκρατική" από το "πονάω ρε μαλάκες"? 
"To βράδυ των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 τόνισα ότι είμαι εδώ για να εγγυηθώ την ενότητα, την ασφάλεια και την ευημερία όλων των Ελλήνων. Αυτό επαναλαμβάνω και τώρα. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μας διχάσει.".
* Μην διχαζόμαστε. Ας απολαύσουμε την ενότητα,  την ασφάλεια και την ευημερία.  Και αν πονάμε λίγο, ε δεν πειράζει. Είναι για το καλό μας.
Αν η κυβέρνηση είχε τίτλο θα ήταν "Προσοχή Κίνδυνος".
Είναι επικίνδυν(οι)η. 

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

δεν υπάρχει τίτλος

Μέρες βίας.

Απροκάλυπτης και προς όλους.

Εκτός από τον θυμό και την οργή που ξεχειλίζει, μπήκε η ιδέα και ο προβληματισμός: ποιά είναι τα δικαιώματα των πολιτών απέναντι στην αστυνομία, και ΚΥΡΙΩΣ, ποια είναι η νομοθεσία, το αστυνομικό δίκαιο. Υπάρχει; Και αν ναι, τηρείται;

Ο θησαυρός ευρέθη. Αστυνομικό Δίκαιο υπάρχει. Όπως σε όλες τις ευνονούμενες (sic) και δημοκρατικές (sic) χώρες.

Οι παράγραφοι πολλές. Και αναλυτικές. Συγκέντρωσα τα SOS, διότι φαίνεται ότι θα μας χρειάζονται από δω και πέρα.

Ξεκινάμε με τα βασικά.

Ποιά είναι η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας.

Η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας Η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας μπορεί να διακριθεί σε κύρια και επικουρική. Η κύρια αποστολή περιλαμβάνει την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης καθώς και την προστασία της δημόσιας και κρατικής ασφάλειας ενώ η επικουρική αναλύεται στη συμμετοχή της ΕΛ.ΑΣ. στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που προκύπτει από θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε περίοδο ειρήνης ή πολέμου σε συνεργασία με τις συναρμόδιες εθνικές αρχές και Υπηρεσίες, καθώς και σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας. 

Αναλυτικότερα ως προς την κύρια αποστολή της ΕΛ.ΑΣ., αυτή εκτείνεται σε τέσσερις περιοχές αστυνομικών αρμοδιοτήτων: α) Στην εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β) Στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας.  γ) Στην προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας κρατικής ασφάλειας. δ) Στην πρόληψη και αποτροπή της παράνομης εισόδου – εξόδου αλλοδαπών στην Ελλάδα και στον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την είσοδο, έξοδο, παραμονή και εργασία των αλλοδαπών στη χώρα, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας αλλοδαπών και προστασίας συνόρων.

Υπάρχουν διάφορα είδη άσκησης αστυνομίας: η της γενικής αστυνόμευσης (*εδώ αστερίσκος, το κρατάμε), η της τροχαίας, η της δημόσιας ασφάλειας, η της κρατικής ασφάλειας, και η της αλλοδαπών και της προστασίας των συνόρων.

Το αστυνομικό δίκαιο

Το αστυνομικό δίκαιο αποτελεί ειδικό μέρος του διοικητικού δικαίου και η λειτουργία του συνίσταται αφενός μεν στον προσδιορισμό του περιεχομένου και της έκτασης της αστυνομικής αρμοδιότητας και αφετέρου στην χάραξη των ορίων αυτής ώστε να διασφαλιστούν και να προστατευτούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το αστυνομικό δίκαιο εξασφαλίζει τόσο την κανονική άσκηση της αποστολής των αστυνομικών οργάνων όσο και τον σεβασμό των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών και για το λόγο αυτό το αστυνομικό δίκαιο είναι, σε μεγάλο βαθμό, δίκαιο των εφαρμοσμένων ατομικών δικαιωμάτων.

Η υπό του αστυνομικού δικαίου προβλεπόμενη έντονη επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, κυρίως μέσω δυσμενών νομικών πράξεων και υλικών ενεργειών, συνιστά το σημαντικότερο, από πρακτικής απόψεως, γνώρισμα του δικαίου αυτού και για τον λόγο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται στενά και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της επιείκειας.

Τέλος σημειώνεται ότι το αστυνομικό δίκαιο πηγάζει από το Σύνταγμα, το Ενωσιακό Δίκαιο, το Διεθνές Δίκαιο καθώς και από τους κοινούς ελληνικούς νόμους και τις γενικές και ειδικές αρχές που διέπουν την άσκηση της αστυνομικής αρμοδιότητας. Στις πηγές αυτές ανατρέχει και η παρούσα εργασία προκειμένου να «αποκωδικοποιηθεί» και να αποτυπωθεί το πλέγμα των αρχών και των κανόνων που διέπουν την συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων.

Γενικές αρχές καθορίζουσες την συμπεριφορά

Η αρχή της νομιμότητας

Η αρχή την νομιμότητας είναι θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου συνυφασμένη με την έννοια του κράτους δικαίου και ασυμβίβαστη με αυτή του αστυνομικού κράτους, στα διοικητικά όργανα του οποίου επιτρέπονται τα πάντα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η δράση της δημόσιας διοίκησης πρέπει να είναι σύμφωνη με το σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης. Τα όργανα της δημόσιας διοίκησης και εν προκειμένω τα αστυνομικά όργανα υποχρεούνται να μην δρουν αντίθετα με τις επιταγές των παραπάνω κανόνων δικαίου, παρά μόνο να πράττουν ότι επιτρέπεται από τους κανόνες αυτούς.

Η αρχή της νομιμότητας είναι συνταγματικά θεμελιωμένη ενώ για το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Π.Δ. 538/1989 όπου ως βασική υποχρέωση του αστυνομικού αναφέρεται η πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων. Η πιστή συμμόρφωση των αστυνομικών στο Σύνταγμα και τους νόμους αποτελεί και εννοιολογικό στοιχείο της πειθαρχίας. Πάντως, η προσκόλληση στο γράμμα του νόμου δεν είναι το ζητούμενο και η αρχή της νομιμότητας πρέπει να τηρείται σε συνδυασμό με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης και της επιείκειας. 

Η αρχή της αναλογικότητας

Η αρχή αυτή πρωτοεμφανίστηκε στο γερμανικό και γαλλικό αστυνομικό δίκαιο. Στην ιστορία έχει καταγραφεί σχετικά η φράση του Walter Jellinek ότι «η αστυνομία δεν πρέπει να βάλλει κατά των σπουργιτιών με κανόνια». Η προέλευση της αρχής αυτής από το αστυνομικό δίκαιο δεν είναι τυχαία. Η άσκηση αστυνομικής εξουσίας αποτελεί παράγοντα διακινδύνευσης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη, συνδέεται με την άσκηση διοικητικού καταναγκασμού και μάλιστα με τη χρήση βίας που εξικνείται μέχρι και την οπλοχρησία. Με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας τίθενται ποιοτικοί και ποσοτικοί περιορισμοί τόσο στην επιλογή όσο και στην χρήση των λαμβανόμενων κάθε φορά αστυνομικών μέτρων και ιδίως των υλικών τοιαύτων. Η αρχή της αναλογικότητας είναι αυτή που θα ορίσει τα απώτατα όρια του συνταγματικά επιτρεπτού των αστυνομικών επεμβάσεων στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών και η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής αυτής κρίνεται ως επιτακτικά αναγκαία διότι η άσκηση αστυνομικής εξουσίας, είτε είναι προληπτική είτε είναι κατασταλτική, συνιστά τον πλέον επαχθή και επώδυνο τρόπο κρατικής επέμβασης.

Η αρχή της ελάχιστης προσβολής ή του ηπιότερου μέσου

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, από τα περισσότερο δυνατά και κατάλληλα μέτρα η αστυνομία πρέπει να επιλέξει το ηπιότερο, δηλαδή εκείνο που θα επιβαρύνει λιγότερο το άτομο και το κοινωνικό σύνολο. Έτσι οφείλεται να επιλεγεί το ηπιότερο μέσο και μόνο αν αυτό δεν είναι δυνατό στη πραγματικότητα, να μεταβεί στο επόμενο αυστηρότερο ή επαχθέστερο μέτρο ή μέσο. Για παράδειγμα, η ακινητοποίηση, από τα αστυνομικά όργανα, ενός επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενου δράστη κλοπής ο οποίος δεν αντιστέκεται και δεν αντιδρά, μπορεί να γίνει με μια λαβή στην κλείδωση του αγκώνα και όχι κατ’ ανάγκη με την χρήση της αστυνομικής ράβδου ή πολύ περισσότερο με την χρήση πυροβόλου όπλου. 

Η αρχή της απαγόρευσης της κατάχρησης της αστυνομικής εξουσίας

Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από την αστυνομική αρχή πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του νόμου. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η διακριτική ευχέρεια ασκείται για σκοπό καταδήλως άλλο από εκείνον για τον οποίο την προέβλεψε ο νόμος, η διοίκηση διαπράττει «κατάχρηση εξουσίας». Η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας δηλαδή ουσιαστικά αναφέρεται στα κίνητρα της διοίκησης. Με άλλα λόγια, κατάχρηση εξουσίας στοιχειοθετείται, όταν η πράξη στην οποία προβαίνει το αστυνομικό όργανο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, βρίσκεται µεν σε αρμονία µε τους κανόνες που προβλέπουν την έκδοσή της αλλά ο αστυνομικός την εξέδωσε ενόψει της επιδίωξης είτε ενός σκοπού τελείως ξένου προς το δημόσιο συμφέρον είτε ενός σκοπού, ο οποίος έχει σχέση µε την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι όμως άλλος από εκείνον τον οποίον καθορίζουν οι διατάξεις που προβλέπουν την έκδοση της πράξης. Άλλωστε και σύμφωνα με την Διακήρυξη Κανόνων Δεοντολογίας για την Αστυνομία του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο αστυνομικός, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, οφείλει να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη του νόμιμα επιδιωκόμενου ή επιτρεπόμενου σκοπού, δεν μπορεί όμως να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του ενώ και όπως αναφέρει ο Κώδικας Δεοντολογίας Αστυνομικού, ο αστυνομικός ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών. Η κατάχρηση εξουσίας συνδέεται με το σκοπό που επιδιώκουν τα αστυνομικά όργανα και με τα μέσα που χρησιμοποιούν για να επιτύχουν τον σκοπό τους. Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός και τα χρησιμοποιούμενα μέσα να είναι μόνο αυτά που προβλέπει ο νόμος.

Χαρακτηριστικά δέουσας συμπεριφοράς

Ευγενής συμπεριφορά προς τους πολίτες

Η συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων προς του πολίτες πρέπει, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, να είναι ευγενής. 1Ο νομοθέτης μάλιστα, θέλοντας να τονίσει την αναγκαιότητα επίδειξης πολιτισμένης συμπεριφοράς προς τους πολίτες και να καθορίσει εκ των προτέρων μια λεπτότητα και ποιότητα τρόπων που θα αποδεικνύει ότι οι αστυνομικοί διακρίνονται από ανώτερο ήθος, καλοσύνη και μείζονα σεβασμό των άλλων, έβαλε το επίθετο «ευγενής» πριν το ουσιαστικό «συμπεριφορά». Ένας ευγενής αστυνομικός είναι σίγουρο ότι μπορεί να επιβάλλεται με την ψυχική του καλλιέργεια και τους καλούς του τρόπους, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των συνανθρώπων του. Στο πλαίσιο της ευγενούς συμπεριφοράς και επιβεβαιώνοντάς τον κοινωνικό χαρακτήρα του Σώματος στο οποίο ανήκουν, τα αστυνομικά όργανα πρέπει να συμπεριφέρονται με την ανάλογη ευαισθησία σε ορισμένες κατηγορίες πολιτών, όπως είναι οι ανήλικοι, οι ηλικιωμένοι, οι μητέρες αλλά και οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Είναι προφανές ότι μια τέτοια συμπεριφορά συνοδευόμενη από κάθε δυνατή συμπαράσταση και βοήθεια πρέπει να επιδεικνύεται από τα αστυνομικά όργανα και σε στιγμές που αιφνίδια γεγονότα (π.χ. ατυχήματα) προκαλούν ιδιαίτερη οδύνη στους εμπλεκόμενους πολίτες. 

Συμπεριφορά υποδειγματική

Τα αστυνομικά όργανα πρέπει, κατά τον νόμο, να τηρούν τους νόμους του κράτους και με την εν γένει συμπεριφορά, εμφάνιση, διαγωγή και διαβίωσή τους, να παρέχουν τους εαυτούς τους υπόδειγμα καλού πολίτη και αστυνομικού, να είναι δηλαδή παράδειγμα προς μίμηση τόσο για τους πολίτες όσο και για τους συναδέλφους τους. Εκτός δηλαδή από το να επιβλέπουν την πιστή εφαρμογή και τήρησή του Συντάγματος και των νόμων, οι αστυνομικοί πρέπει να αποτελούν και οι ίδιοι πρότυπο στο ζήτημα εφαρμογής και τήρησης. 

Συμπεριφορά θετική και μη προκαλούσα δυσμενή σχόλια 

Θετική και προκαλούσα αντίστοιχα σχόλια χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά των αστυνομικών όταν αυτοί, κατά την παροχή της εργασίας τους ξεπερνούν το συνήθως απαιτούμενο για ένα μέσα υπάλληλο μέτρο, επιδεικνύοντας ιδιαίτερα επαγγελματικά και ηθικά προσόντα, με αποτέλεσμα η εκτέλεση των καθηκόντων τους να είναι ταυτόχρονα κανονική, έγκαιρη και αποτελεσματική. 

Αρνητικές κρίσεις προκαλούν και οι καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ (*Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) για παραβιάσεις των άρθρων της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) που αφορούν την αστυνομία. Μια συνολική θεώρηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ σε συνδυασμό με τις εκθέσεις των ανεξάρτητων αρχών οδηγεί στην εκτίμηση ότι η κακομεταχείριση και εξευτελιστική και απάνθρωπή μεταχείριση κατά τη σύλληψη ή τη διάρκεια κράτησης στο Αστυνομικό Τμήμα ύστερα από προσαγωγές ή συλλήψεις είναι ένα ζήτημα που δυστυχώς οξύνεται τα τελευταία χρόνια. Αρνητικές κρίσεις προκαλεί και η αλόγιστη και μη σύννομη χρήση των πυροβόλων όπλων από τους αστυνομικούς η οποία καταγράφεται στη συλλογική συνείδηση ως προδήλως μη προσήκουσα συμπεριφορά πλήττοντας συνακόλουθα και το κύρος του αστυνομικού θεσμού. Στο πλαίσιο αυτό και καθώς η κοινωνία επιδεικνύει όλο και λιγότερη ανοχή σε περιστατικά αυθαιρεσίας κρατικών λειτουργών απ’ ότι στο παρελθόν, ορίστηκε η Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή «Συνήγορος του Πολίτη» ως «Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας» με αρμοδιότητα τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολόγηση, τη διερεύνηση ή την περαιτέρω προώθηση προς άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στις αρμόδιες Υπηρεσίες καταγγελιών για πράξεις, μεταξύ άλλων και του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν: α) βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137Α του Π.Κ., 164 β) παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, γ) παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και δ) παράνομη συμπεριφορά για την οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι διενεργήθηκε με ρατσιστικό κίνητρο ή η οποία ενέχει άλλου είδους διακριτική μεταχείριση λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.

Συμπεριφορά κατά την άσκηση της προληπτικής και κατασταλτικής δραστηριότητας 

Για την αποτελεσματική άσκηση της προληπτικής και κατασταλτικής δραστηριότηταςαπό τα αστυνομικά όργανα είναι απαραίτητο να παρέχεται σε αυτά σημαντικό πεδίο ελιγμών και πρωτοβουλιών πλην όμως και σε κάθε περίπτωση οι ενέργειές τους πρέπει να διέπονται από την αρχή της νομιμότητας και της αναλογικότητας, να γίνονται με προσήλωση στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Διεθνές Δίκαιο και την εσωτερική έννομη τάξη.

Ένα άλλο μέτρο εκδήλωσης της προληπτικής αλλά και της κατασταλτικής δράσης της αστυνομίας είναι αυτό της εξακρίβωσης των στοιχείων ταυτότητας και της προσαγωγής υπόπτων στο αστυνομικό κατάστημα. Όπως προβλέπεται από την αστυνομική νομοθεσία, στο αστυνομικό κατάστημα οδηγούνται για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Επομένως, η επίδειξη του δελτίου ταυτότητας από το ελεγχόμενο άτομο πρέπει, κατ’ αρχήν, να το απαλλάσσει από το ενδεχόμενο προσαγωγής του για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, η προσαγωγή προσώπου που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται στην περίπτωση που η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Συναφώς αναφέρεται ότι η απλή παρουσία σε ορισμένο τόπο αποτελεί δικαίωμα και δεν στοιχειοθετεί καθ’ αυτήν ένδειξη εμπλοκής σε αξιόποινη πράξη. 

Φυσικά τα παραπάνω είναι ένα μικρό μέρος από τα νομοθετήματα του αστυνομικού δικαίου.

Και φυσικά, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έμπαινα σε διαδικασία να ψάξω κάτι τέτοιο, να το διαβάσω και να το σταχυολογήσω.

Ανησυχητικό; Πάρα πολύ.

Υπερβολικό; Μακάρι να πίστευα πως όχι.

Αλλά δεν το πιστεύω.

Δυστυχώς. 

Και αυτό μέσα στο κεφάλι μου, μέρες τώρα.