Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ποιητική νοημοσύνη

«Δεν ανήκω σ’ εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο πόλεμος πρέπει μοιραία να κυριαρχήσει επάνω μας, ν’ αποστομώσει δηλαδή τις φυσικές ή πνευματικές μας ροπές και να μην αφήσει στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντός μας παρά την Ανάγκη. Η Ανάγκη βέβαια υπάρχει και πρέπει να λυθεί και θα λυθεί. Αλλ’ αν το ψωμί είναι πιο χρήσιμο από την Ποίηση, αυτό κιόλας δε σημαίνει πως η τελευταία ετούτη παύει να παραμένει ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου. Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του, ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του, ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση.
Αλήθεια, με ποιόν τρόπο φτάνει κανένας ίσαμε κει; Τα λόγια είναι μεγάλα, όμως εκείνα που έχουμε να πούμε είναι πιο μεγάλα. Μπορεί να τα διατυπώνουμε όσο μπορούμε πιο καθαρά, να τα χτενίζουμε, να τα ταχτοποιούμε, ποτέ δεν καταφέρνουμε τίποτε όσο έχουμε για μόνο μας κριτήριο τη λογική και τη γνώση, όσο ενδιαφερόμαστε να ερμηνέψουμε μόνο κι όχι ν’ αποκαλύψουμε το μυστικό και λυρικό νόημά τους.
Όταν στις πιο μοναχικές μας στιγμές νιώθουμε την ανάγκη της έκφρασης, η φαντασία είναι αυτή που μόνη μπορεί  –όχι σα μνήμη αρρωστημένα ξαναφερμένη στο σήμερα, όχι σα φυγή από το πραγματικό, καθώς θα το νομίζανε οι περισσότεροι, αλλά σαν προβολή στο μέλλον, και σα γενναία μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες ενός παρόντος–, είναι αυτή μονάχα που μπορεί να επιτελέσει το θαύμα. Θα ’τανε λιποψυχία και αμάρτημα να την αφήσει κανείς δισταχτική, δειλή, μετρημένη, κατάλληλη δηλαδή ν’ αντιπροσωπεύει έναν κόσμο το ίδιο δειλό, δισταχτικό, μετρημένο, καταδικασμένο σε μαρασμό, τη στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τη λειτουργήσει ως τις έσχατες συνέπειές της, απολαμβάνοντας έτσι κι όλα της τα ευεργετήματα. Σήμερα, οπόταν η φθορά εκατομμυρίων σελίδων ποιητικού λόγου έχει κάνει τη συγκίνηση απαιτητικότερη, μονάχα η βίαιη χειρονομία της φαντασίας μπορεί να ελπίσει σε αληθινά δάκρυα. Τί σημασία μπορεί να έχει αυτό το σπάσιμο, αυτός ο αναστατωμός του αιώνιου ύπνου των κοινών και μακάριων ανθρώπων για την ποίηση δε μου φαίνεται ανάγκη να εξηγήσω.
Αν στ’ αλήθεια υπάρχει ένας αέρας ποιητικός, αυτός μόνο μέσ’ από τις ρωγμές της σπασμένης συμβατικότητας πνέει και ξεχύνει τις ζωοδότρες του ριπές. Είναι ο αέρας που χιλιάδες χρόνια τώρα, με διαφορετική βέβαια ένταση, μα με την ίδια ευγένεια και την ίδια φορά, πνέει μες στ’ άξια λυρικά έργα, κλασικά, ρομαντικά, υπερρεαλιστικά – αδιάφορο.
.......
Πώς, λοιπόν, συμβαίνει να βλέπουμε μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού –τη μεγαλύτερη ίσως– με θαυμασμό σκυμμένη πάνω στα έργα των παλαιότερων, με ειρωνικό χαμόγελο ή ολοφάνερη αντιπάθεια πάνω στα έργα των νεότερων;
Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού μήτε τα έργα των παλαιότερων καταλαβαίνει, τουλάχιστον το μέρος εκείνο που ίσα ίσα αποτελεί τη μοναδική αξία τους, το σπίθισμα της μεγαλοφυΐας του, την αίγλη της ιδιαίτερής τους επιβολής. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουνε την υπόθεση, το μύθο, τα ερμηνευτικά σχόλια της κριτικής επάνω στις συνθετικές αρετές του έργου, μπορεί να θαυμάζουν τη θέση που τυχόν έχει πάρει το έργο αυτό μες στους αιώνες, αλλά την παρουσία της ουσίας του λυρισμού, την πραγματική συγκίνηση, που δονεί τους στίχους, και δικαιώνει το ανάβλυσμά τους, την αγνοούν, τη περνούν ανυποψίαστα, σα να μην ήτανε παρά μια τυχαία και αδιάφορη λεπτομέρεια.
Έτσι βλέπουμε κάθε μέρα αξιοπρεπέστατους κυρίους, με θέσεις μεγάλες μέσα στην κοινωνία, με βιβλιοθήκες μεγάλες πίσω απ’ τις γυριστές πολυθρόνες τους, να κινούν το κεφάλι τους με οίκτο μπροστά σε πίνακες ή βιβλία πρωτοπόρων και να διαδηλώνουν τον αποτροπιασμό τους για τον κατήφορο που πήρε κι όπου βρέθηκε να κυλάει σήμερα η Ποίηση και η Τέχνη. Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι οι κύριοι αυτοί, κατά βάθος καλόπιστοι και ειλικρινείς, παρουσιάζονται απόλυτα πεπεισμένοι για το δίκιο τους και βαθύτατα συγκινημένοι για το παραστράτισμα – όπως το θεωρούνε– των νέων εργατών του πνεύματος.
Στην πρώτη παρατήρηση που είναι δυνατόν να τους γίνει σχετικά με την κακή μέθοδο που χρησιμοποιούν για να πλησιάσουν ένα ποίημα τινάζονται με αγανάκτηση και κοιτάζουνε γύρω τους με δίκαιη απορία, ωσάν να θέλουνε να πούνε:  «Αν δεν καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιός, διάβολε, καταλαβαίνει;». Και το πιστεύουν! Σάμπως η ποίηση να μην είναι παρά ζήτημα σοφής κεφαλής και εργαστηρίου, πείρας μελετητικής και κοινωνικής ικανότητας για σταδιοδρομία. Κι όμως εκεί εντοπίζεται το κακό που γίνεται σήμερα αιτία της μεγάλης μας ασυμφωνίας.
Ε λοιπόν, όσο για μένα, το λέω! Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως η κατανόηση της ποίησης είναι κάτι το εντελώς άσχετο με ό,τι ως τώρα συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευφυΐα, άσχετο με όλα όσα κάτω από το γενικό τίτλο «πνευματικά προσόντα» εξασφαλίζουν, όταν υπάρχουν, στον κάτοχό τους κοινωνικές επιτυχίες και θαυμασμούς. Η κατανόηση είναι πολύ περισσότερο ζήτημα μιας άλλης ικανότητας, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ποιητική νοημοσύνη.
Η ποιητική αυτή νοημοσύνη μπορεί να λείπει από τους αναγνώστες, κι ωστόσο να κατοικεί μέσα στον πιον απλόν άνθρωπο. Μπορεί, δεν ξέρω, να στηρίζει σε μια σωστή συναισθηματική και ψυχική αγωγή, να ’χει σχέση με την ύπαρξη μιας καλής ποιότητας ευαισθησίας, με την παρουσία μιας ανάγκης πραγματικής για ποιητικό πέταγμα. Οπωσδήποτε, ένα είναι το γεγονός: ότι εκείνοι που κάνουν τόσο πάταγο γύρω από τα κλασικά κείμενα στέκουν ανήμποροι στα σημερινά, επειδή η λογική τους πανοπλία δεν έχει τρόπο να επιδειχτεί και να λειτουργήσει....
..........................................................
Εμείς, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε τίποτε απολύτως πίσω μας, που δεν υπήρχε γύρω μας ούτε ίχνος ατμόσφαιρας δεχτικής, αναλάβαμε μιαν επιτέλους όχι θεματογραφική επανάσταση, που άλλωστε και σήμερα έχουμε όλο το κέφι, όλη την πίστη, που χρειάζονται για να τη συνεχίσουμε. Ας τη συνεχίσουν και οι νεότεροι. Ας προτιμήσουν, αντί ν’ αποτελέσουν όλοι τους μαζί ένα φέρετρο επιμελέστατa κλεισμένο πάνω στη χλιαρή στάχτη του κόσμου που πεθαίνει, να πλέξουν τα μπράτσα τους και ν’ αποτελέσουν τη μεγάλη Σχεδία που μέσ’ από μπουρινιασμένα πελάγη θα περισώσει και θα φέρει την Ελπίδα μας σε μια καινούργια, εύφορη γη...»
(Οδ. Ελύτης, «Ποιητική νοημοσύνη», Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος)

Ποίηση, ποιητική νοημοσύνη, φαντασία, Σχεδία, Ελπίδα.
Λίγη εμπιστοσύνη σε αυτές τις λέξεις χρειάζεται, και ίσως αυτή η εύφορη γη να μην και τόσο πολύ μακριά ακόμα..
Ίσως..







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου