Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

η ησυχία που γκρεμίζει τοίχους...

Με την σύγχρονη ελληνική μουσική δεν τα πάω καθόλου καλά. Δηλαδή δεν την ακούω. Την λεγόμενη «έντεχνη» σκηνή και άλλα διάφορα. Δεν με αφορά. Βέβαια, ούτε και με την παλαιότερη. Τώρα που το σκέφτομαι, με την ελληνική μουσική γενικώς, πλην ελαχίστων (που δεν είμαι και πολύ σίγουρη επίσης) εξαιρέσεων. Γιατί συμβαίνει αυτό, είναι άλλο θέμα, με το οποίο σίγουρα θα καταπιαστώ κάποια στιγμή.

Ωστόσο, υπήρχε μια Ελληνίδα τραγουδοποιός που από μικρή συμπαθούσα πάρα πολύ, χωρίς να είμαι ούτε φανατική των τραγουδιών της, ούτε να την ακούω και συχνά. Σχεδόν καθόλου δηλαδή. Που, όμως, για κάποιον λόγο ασκούσε πάνω μου μία γοητεία ιδιαίτερη. Η φωνή της; Οι στίχοι της; Η αντίληψή της για τον κόσμο;

Διαβάζοντας μια συνέντευξη και κυρίως παρακολουθώντας (μάλλον) την τελευταία της τηλεοπτική συνέντευξη σε κρατικό κανάλι, λοιπόν, επιβεβαιώθηκα. 

Ναι, η Αρλέτα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Η περίπτωση που αν βρισκόταν οπουδήποτε εκτός Ελλάδας, θα είχε σίγουρα δημιουργήσει μια άλλη πορεία. Το «μελαγχολικό» κορίτσι, που τελείωσε την Καλών Τεχνών, που δεν την ένοιαζε ποτέ η εξωτερική της εμφάνιση. Το μόνο και βασικό της αξεσουάρ, η κιθάρα της. Και φυσικά, η φωνή της. Μια φωνή που άλλοτε μιλούσε με παράπονο «δεν θέλω να σε ξαναδώ, αγάπη μου τα κάναμε σαλάτα, θέλω μονάχα να σου πω πως απόψε χάσαμε την γάτα», κι άλλοτε με μια δυναμική «batida batida batida, batida de coco, εγώ την καρδιά μου δεν την δανείζω με τόκο».

Στην τηλεοπτική συνέντευξη, δεν σταματούσε να λέει με μια πραγματική απορία «μα για ποια καριέρα μιλάτε, καλή μου κυρία», κάθε φορά που η δημοσιογράφος έλεγε αυτήν την λέξη. «Εγώ έχω μια πορεία, καριέρα έχει κάποιος που έχει κάνει πράγματα καριέρας, εξώφυλλα, δημόσιες σχέσεις. Εγώ έχω 1 εξώφυλλο». Στην ερώτηση αν πιστεύει στον Θεό, η απάντηση λακωνική και πλούσια ταυτόχρονα: «Κοιτάξτε, είμαι ένας άνθρωπος ένθεος αλλά άθρησκος. Αγαπώ την ορθοδοξία, μεγάλωσα με αυτήν, όμως συμβαίνουν πράγματα στις εκκλησίες που με τσάντισαν, έτσι προσεύχομαι μόνη μου». Η φανέρωση του πώς προσπαθεί να γίνει καλύτερος άνθρωπος: «Σιγά σιγά αφαιρώ πράγματα. Αφαιρώ και πετάω. Όλη μου η ζωή είναι μια διαδικασία αφαίρεσης».

Και η πραγματική βόμβα, γραπτή αυτή την φορά ήταν μια φράση που από τη στιγμή που την διάβασα, δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου. Υπάρχει εκεί, ανατρέχω συχνά και με κάνει να αναρωτιέμαι ολοένα και περισσότερο. «Τί είναι αυτό που σας γοητεύει στους ανθρώπους»; «Δεν υπήρξα ποτέ γοητευμένη από τους ανθρώπους, γι’ αυτό και δεν υπήρξα ποτέ κι απογοητευμένη από αυτούς».

Μπαμ

Έκρηξη. 

Πώς γίνεται να μην γοητεύεσαι από τους ανθρώπους; Πώς γίνεται να ζεις χωρίς την προσδοκία ότι θα γοητευτείς; Πώς αποδέχεσαι το γεγονός ότι ίσως ούτε εσύ γοητεύεις;  Αν την άκουγα από άλλο στόμα, θα σκεφτόμουν «μα τι αμετροέπεια; μα πόση υπεροψία; τίποτα πια δεν γοητεύει εσένα, διότι εσύ είσαι το απόλυτο και όλοι οι άλλοι το τίποτα;».

Όμως το είπε μια γυναίκα που όπως έλεγε πάντα, «δεν καταλαβαίνω γιατί με αγαπούν οι άνθρωποι, κάποιο λόγο θα έχουν, κάποιοι μου έχουν πει ότι τους έχω συντροφεύσει στους πρώτους τους έρωτες, ή τους μεσαίους ή τους τελευταίους. Το δέχομαι αυτό σαν μια προσφορά. Έχω φτάσει να πιστεύω ότι κάτι έχω προσφέρει κι εγώ».

Άρα δεν είναι υπεροψία. Ίσως είναι το ακριβώς αντίθετο. 

Η υπερβολική αγάπη για τον άνθρωπο, πολλές φορές φοβίζει. Κι ο φόβος της απογοήτευσης είναι από τους μεγαλύτερους, η αλήθεια είναι.

Ίσως η πιο ήσυχη συνέντευξη στην ιστορία της τηλεόρασης, με μια φωνή που ίσα που ακουγόταν, με ένα βλέμμα που συχνά χαμήλωνε από ντροπή, χέρια που έπαιζαν από αμηχανία, και ταυτόχρονα η πιο βροντερή και τρανταχτή φωνή αγωνίας και αγάπης και φροντίδας και ταπεινότητας και μετριοφροσύνης και τελικά, ναι, κατάλαβα γιατί από μικρή ακόμα και λόγω ονόματος, την είχα στην καρδιά μου.

Λύκε λύκε είσαι εδώ; Είσαι η μόνη μου ελπίδα και σε ακολουθώ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου