Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012


1. «Ποιός είσαι; Τί κρύβεται εκεί;»

Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, όχι και πάρα πολλές, τα καλοκαίρια εμφανιζόταν η γνωστή διαφήμιση κλιματιστικών με τον χασκογελούντα και πρησκομάγουλο «Εσκιμώο», που άλλοτε μόνος κι άλλοτε με παρέα με τον οξύρρινο και εξόφθαλμο «Άραβα» δήλωνε πως αυτός ως «εσκιμώος», ξέρει. Στερεότυπες καρικατούρες ανθρώπων· είναι αρκετά ξένοι, για να μην ενοχλεί η στρέβλωση· εκχυδαϊσμένες εικόνες πολιτισμών· μοιάζουν τόσο εξωτικοί, ώστε να μην κινδυνεύει η συνταγή της πολυπολιτισμικής σύμβασης. Ο «Εσκιμώος» που παριστάνεται εν προκειμένω ως ο κατεξοχήν άλλος, προκαλεί γέλιο. Όμως αυτή η εμφατική δήλωση, που μαζί με το διαφημιζόμενο προϊόν κάνει αξέχαστη και τη μορφή των ανθρώπινων τύπων, στηρίζεται στο πιο επικίνδυνο είδος ρατσισμού, τον ρατσισμό της απόλυτης, άρα και ανέμελης άγνοιας.
Μερικά στοιχεία για αυτούς τους άγνωστους λοιπόν «Εσκιμώους»..

Το έγκυρο Petit Robert συνοψίζει:
«Οι Εσκιμώοι, συγγενείς των Αλεούτιων της Σιβηρίας, ξεχωρίζουν για τα μογγολικά τους χαρακτηριστικά, το μικρό ύψος, τα μαύρα σκληρά μαλλιά και τα μικρά τους πόδια και χέρια. Κατοικούν στην αρκτική και υπο-αρκτική ζώνη της Γροιλανδίας, του Καναδά και των ΗΠΑ. Οι κυριώτερες διάλεκτοι είναι η ίνουπικ και η γίουπικ. Κυνηγούν και ψαρεύουν στην τούντρα, που μένει παγωμένη για εννιά μήνες. Κατοικούν σε ίγκλου, καλύβια και σκηνές. Είναι ανιμιστές και πιστεύουν στο σαμανισμό».

Η λέξη άνουα, δηλαδή ψυχή ή πνεύμα, πνοή, σχετίζεται με το ρήμα ποιώ και τη λέξη ποίημα. Ομιλώ, τραγουδώ, ποιώ και αναπνέω ταυτίζονται και οι Ίνουιτ.
Ίνουιτ: όπως άνθρωποι, αφού κάθε Ίνουκ είναι ένα ανθρώπινο ον.

Αυτοί οι Άνθρωποι, λοιπόν, οι τόσο ξένοι και τόσο δικοί μας άνθρωποι, πιστεύουν πως ο κόσμος δεν υπάρχει αν δεν ανακαλυφθεί, αν δεν φανερωθεί σ’ αυτούς που προσπαθούν να τον κατακτήσουν με το βλέμμα, με το λόγο ή τις πράξεις τους.

Κρατάει την πέτρα στα χέρια: «Ποιός είσαι» ρωτάει. «Τί κρύβεται εκεί;». Και ψαύοντάς την αναφωνεί: «Α, να την, μια φάλαινα!». Ήδη κρατάει στα χέρια μια φάλαινα, και είναι η τέχνη αυτών των επιδέξιων μικρών χεριών που θα την βοηθήσει να προβάλει μέσα από την ύλη, για ν’ αρχίσει να ζει, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Η πέτρα που γίνεται φάλαινα δεν είναι πράγμα. Είναι πράξη. Πράξη ζωής, όπως το τραγούδι. «Τα τραγούδια είναι σκέψεις· σκέψεις που βγαίνουν με την ανάσα των ανθρώπων, όταν συγκινούνται από τις μεγάλες δυνάμεις και δεν τους φτάνει πια η συνηθισμένη ομιλία», είπε ο Ορπίνγκαλικ.

Η λέξη άνουα, δηλαδή ψυχή ή πνεύμα, πνοή που σχετίζεται με το ρήμα ποιώ και τη λέξη ποίημα (άνερκα). Ομιλώ, τραγουδώ, ποιώ και αναπνέω ταυτίζονται και οι Ίνουιτ, πριν διδαχθούν το Εν αρχή η ο Λόγος της Γραφής, γνώριζαν πως η γραφή του λόγου είναι η αρχή των πάντων, ορατών τε και  αοράτων.

«Άσε με να αναπνεύσω», λέει ο ποιητής.

Διηγείται ο Knud Rasmussen (εθνογράφος της Αρκτικής στη δεκαετία του ’20):
Ο Άουα έστρεψε το βλέμμα πέρα στον ορίζοντα. Δαντελωτά σύννεφα γέμιζαν τον ουρανό στο αχνό φως του δειλινού, όταν ξάφνου ένας αέρας ξέσπασε μανιασμένος στον πάγο και γέμισε τα μάτια και το στόμα μας με χιόνια. Ο Άουα με κοίταξε κατάματα. Μετά έδειξε τους κυματιστούς χιονόλοφους που κάλυψαν τον απέραντο πάγο και είπε: «Για να κυνηγήσει κανείς καλά και να ζει ετυχισμένος, πρέπει ο καιρός να είναι ήρεμος. Γιατί αυτοί οι αέρηδες που δεν σταματούν ποτέ, γιατί αυτή η άσκοπη μανία;». Ο Άουα στράφηκε πάλι και μου είπε: «Γιατί να κάνει κρύο και να μην αντέχεται τούτος ο τόπος; Να, ο Κούμπλο κυνηγούσε όλη μέρα κι έπιασε μια φώκια όπως έπρεπε· η γυναίκα του θα κάθεται τώρα γελαστή πλάι στο λυχνάρι και θα τ’ αφήνει να καίει δίχως να φοβάται μη της λείψει αύριο. Το σπίτι τους θα είναι ζεστό και φωτεινό και χαρούμενο. Τα παιδιά τους θα βγουν από τα στρωσίδια και θα χαρούν τη ζωή. Γιατί να μην είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί να μην είναι έτσι;». Παραδίπλα ξάπλωνε η αδελφή του. Χλωμή και αδύναμη, έβηχε ασταμάτητα. Ο Άουα με κοίταξε και είπε: «Γιατί οι άνθρωποι ν’ αρρωσταίνουν και να βασανίζονται; Όλοι φοβόμαστε την αρρώστια. Να, η γριά η αδελφή μου. Καθένας βλέπει πως δεν έχει κάνει ποτέ κακό. Έζησε χρόνια πολλά, έκανε γερά παιδιά και τώρα πρέπει να υποφέρει, πριν τελειώσουν οι μέρες της. Γιατί; Γιατί; Βλέπεις», είπε, «κι εσύ δεν μπορείς να δώσεις μιαν εξήγηση, γιατί η ζωή είναι όπως είναι. Κι έτσι πρέπει να ’ναι. Όλες οι συνήθειές μας από τη ζωή έρχονται και σ’ αυτήν στρέφονται. Τίποτε δεν εξηγείται, τίποτε δεν πιστεύουμε. Κι όμως η απάντησε σε όσα ρωτάς να μάθεις, βρίσκεται σ’ ότι μόλις τώρα σου έδειξα.

Εκείνος, ο Ίνουκ τραγούδησε:
«Σκέφτεται τις μικρές του περιπέτειες.
Τότε που πήρε ξαφνικά ο αέρας
τη βάρκα του στα μεσοπέλαγα
και πίστεψε πως έφτασε η ώρα του.
Κι οι φόβοι του, οι μικροί του φόβοι,
που τους νόμιζε τόσο μεγάλους,
για όλα τα σπουδαία πράγματα
που έπρεπε να φτάσει και να κατακτήσει...
Κι όμως, υπάρχει ένα πράγμα,
το μόνο μεγάλο πράγμα
να ζεις για ν’ αντικρύζεις,
σπίτι σου αν μένεις,
ή για ταξίδι μακρινό αν ξεκινάς,
τη μέρα τη λαμπρή που αργοσβήνει
και το φως της που γεμίζει τον κόσμο όλον».

Το απέραντο λευκό τοπίο της Αρκτικής μοιάζει καταθλιπτικό και μονότονο κι οι κάτοικοί του παραμένουν σιωπηλοί, όσο δεν μαθαίνουμε να τους ακούμε και να σεβόμαστε τη ζωή τους. 

Όσο αρνούμαστε και διδαχθούμε πως τον κόσμο τον μέγα τον λαμπρύνουν όλοι οι κόσμοι και πως τότε μόνον αποκτά νόημα, όταν η ανθρώπινη σκέψη γίνεται κοινωνική πράξη. Κι ωστόσο..

«Αν οι σκέψεις βρίσκονται μέσα μας, τότε πώς μπορούν και υπάρχουν και να φτιάχνουν πράγματα;», ρωτούσε ο Ονάιντκουκ.

Ναι, αν οι σκέψεις μείνουν μείνουν μέσα μας, πώς στ’ αλήθεια μπορεί να υπάρξει ο κόσμος;

(Συνεχίζεται)

Αφιερωμένο στην πολυαγαπημένη μου καθηγήτρια Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου (Καθηγήτρια Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Α.Π.Θ.), που άνοιξε αυτό το παράθυρο γνώσης σε έναν τόσον όμορφο κόσμο...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου