Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012


ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, ὁ μεγάλος πολιτικός τῆς φτώχειας


Ἦταν τό 1951 ὅταν ἀνέλαβε πρωθυπουργός ὁ Νικόλαος Πλαστήρας, ὁ ἐπονομαζόμενος «Μαῦρος Καβαλάρης» καί ἡ χώρα μας μόλις εἶχε βγεῖ ἀπό τά ἐρείπια μιᾶς πολυετοῦς ἐμπόλεμης κατάστασης σμπαραλιασμένη.

Τόν πατριωτισμό, τήν ἐντιμότητα, τήν ἠθική καί ἀρετή του κανείς δέν ἀμφισβήτησε, ἀκόμη καί οἱ πολιτικοί του ἀντίπαλοι.

Μερικά ἀπό τά πολλά ἀξιόλογα συμβάντα τῆς ζωῆς του, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τόν ἄνδρα καί τόν καθιστοῦν πρότυπο, παράδειγμα πρός μίμηση γιά παλιότερους, ἀλλά καί σημερινούς, δεδομένου ὅτι, τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί ἄλλοι, ἔμπαιναν πλούσιοι στήν πολιτική καί ἔβγαιναν πάμφτωχοι, καθιστῶντας τήν Ἑλλάδα σεβαστή σέ φίλους καί ἐχθρούς.

Ὁ ἀείμνηστος Ἀνδρέας Ἰωσήφ –πιστός φίλος του– λέει:

Ὁ στρατηγός εἶχε ἀπαγορεύσει στούς δικούς του νά χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα «Πλαστήρας» ὅπου κι ἄν πήγαιναν. Ὁ ἀδελφός του ἦταν ἄνεργος. Τό ἐργοστάσιο ζυθοποιΐας «ΦΙΞ» ζητοῦσε ὁδηγό κι ἐκεῖνος ἔκανε αἴτηση. Ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τόν ρώτησε πῶς λέγεται: Κι ἐπειδή αὐτός δίσταζε νά πεῖ τό ὄνομά του, ἐνθυμούμενος τήν ἐντολή τοῦ στρατηγοῦ, τόν ξαναρώτησε καί δύο καί τρεῖς φορές, ὥσπου ἀναγκάστηκε νά ... ὁμολογήσει ὅτι τόν λένε Πλαστήρα.

Παραξενεμένος ὁ ὑπεύθυνος ζητάει νά μάθει ἄν συγγενεύει μέ τό στρατηγό καί πρωθυπουργό. Μετά ἀπό πολύ δισταγμό τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ἀδελφός του. Ἀφοῦ ἡ αἴτηση ἱκανοποιήθηκε, παρακάλεσε νά μή τό μάθει ὁ ἀδελφός του. Ὁ στρατηγός τό ἔμαθε κι ἀφοῦ τόν κάλεσε ἀμέσως στό σπίτι του τόν ἐπέπληξε καί τοῦ ἀπαγόρεψε νά ἀναλάβει αὐτή τήν ἐργασία λέγοντάς του: «Ἄν ἔχεις ἀνάγκη, κάτσε ἐδῶ νά μοιραζόμαστε τό φαγητό μου». Καί δέν πῆγε.

Ὁ Πλαστήρας ἦταν ἄρρωστος –ἔπασχε ἀπό φυματίωση– κι ἔμενε σ’ ἕνα σπιτάκι στό Μέτς, κοντά στό Παναθηναϊκό Στάδιο. Τοῦ πρότεινε νά τοῦ βάλουν ἕνα τηλέφωνο δίπλα στό κρεβάτι ἀλλ’ αὐτός ἀρνήθηκε λέγοντας: «Μά τί λέτε; Ἡ Ἑλλάδα πένεται κι ἐμένα θά μοῦ βάλετε τηλέφωνο;».

Πολλές φορές μέ τρόπο ἔστελνε καί ἀγόραζαν ψωμί, ἐλιές καί λίγη φέτα... Τότε οἱ γύρω του, τοῦ ὑπενθύμιζαν ὅτι εἶχε ἀνάγκη καλύτερου φαγητοῦ λόγω τῆς ἀρρώστιας κι ἐκεῖνος μέ ἁπλότητα τούς ἀπαντοῦσε: «Τί νά κάνω... σκάβω γιά νά καλοτρώγω;».

Ὁ Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στήν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολη», περιγράφει τό ἑξῆς περιστατικό: «Κάποτε, ὁ στενός τους φίλος Γιάννης Μοάτσος, εἶχε πάρει τήν πρωτοβουλία νά τοῦ ἐξασφαλίσει μόνιμη στέγη, γιά νά μήν περιφέρεται ἐδῶ καί ἐκεῖ σέ ἐνοικιαζόμενα δωμάτια. Πῆγε λοιπόν σέ μία Τράπεζα καί μίλησε μέ τόν διοικητή. «Τί;», ἀπόρησε ἐκεῖνος. «Δέν ἔχει σπίτι ὁ Πλαστήρας; Βεβαίως καί θά τοῦ δώσουμε ὅ,τι δάνειο θέλει καί μάλιστα μέ τούς καλύτερους ὅρους!»

Ὁ Μοάτσος ἔτρεξε περιχαρής στόν Πλαστήρα, τοῦ τό ἀνήγγειλε καί εἰσέπραξε τήν ἀντίδραση: «Ἄντε ρέ Γιάννη, μέ τί μοῦτρα θά βγῶ στό δρόμο, ἄν μαθευτεῖ πώς ἐγώ πῆρα δάνειο γιά σπίτι;». Ἔσχισε τό ἔντυπο στά τέσσερα καί τό πέταξε.

Ὁ Δημήτριος Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στόν Πλαστήρα ἕνα ὡραῖο χρυσό στιλό κι ἀφοῦ ὁ στρατηγός κάλεσε τόν φίλο του Ἀνδρέα τοῦ λέει: – Ἐγώ δέν βάζω χρυσές ὑπογραφές. Μοῦ φτάνει τό στιλουδάκι μου. Νά τό στείλεις πίσω. – Μά θά προσβληθεῖ... – Δέν πειράζει... Ἄς μοῦ κόψει τό νερό ἀπό τό κτῆμα. Δέν θέλω δῶρα, Ἀνδρέα. Γιατί τά δῶρα φέρνουν καί ἀντίδωρα!

Τό 1952, πρωθυπουργός ὁ Πλαστήρας, ἦταν κατάκοιτος ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόν βασάνιζε, ὅταν μία μέρα δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τῆς Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας ἐκείνη στό λιτό ἐνοικιαζόμενο διαμέρισμά του, ἐξεπλάγη ὅταν εἶδε τόν πρωθυπουργό νά χρησιμοποιεῖ ράντζο γιά τόν ὕπνο του, καί τόν ρώτησε μέ οἰκειότητα: «Νίκο, γιατί τό κάνεις αὐτό;» καί ἡ ἀπάντηση ἦρθε ἀφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, τό ράντζο ἀπό τό στρατό καί δέν μπορῶ νά τό ἀποχωριστῶ...».

Ὁ στραγητός Νικόλαος Σαμψών, φίλος τοῦ Πλαστήρα, σέ ἐπιστολή του περιγράφει, τό παρακάτω: «Ὅταν πέθανε ὁ Πλαστήρας δέν ἄφησε πίσω του σπίτι, ἀκίνητα ἤ καταθέσεις σέ τράπεζες. Ἡ κληρονομιά πού ἄφησε στήν ὀρφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ἦταν 216 δρχ., ἕνα δεκαδόλλαρο καί μία λακωνική προφορική διαθήκη: «Ὅλα γιά τήν Ἑλλάδα!». Βρέθηκε ἐπίσης στά ἀτομικά του εἴδη ἕνα χρεωστικό τοῦ Στρατοῦ (ΣΥΠ 108) γιά ἕνα κρεβάτι πού εἶχε χάσει κατά τήν διάρκεια τῶν ἐπιχειρήσεων στή Μικρά Ἀσία καί 8 δρχ. μέ σημείωση νά δοθοῦν στό Δημόσιο γιά τήν ἀξία τοῦ κρεβατιοῦ, ὥστε νά μήν χρωστᾶ στήν Πατρίδα».

Ὅταν πέθανε ὁ Πλαστήρας στίς 26/7/1953 τόν ἔντυσαν μέ νεκρικό κοστούμι, πού τό ἀγόρασε ὁ φίλος του Διονύσιος Καρρέρ –γιατί ὁ ἴδιος τόν μισθό τοῦ τόν πρόσφερε διακριτικά σέ ἄπορους καί ὀρφανά παιδιά– ὁ δέ γιατρός, πού ἦταν παρών καί ὑπέγραψε τό σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στό ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές καί 8 σημάδια ἀπό βλήματα. Τόν κιλλίβαντα –βάση πυροβόλου–, στόν ὁποῖο εἶχαν ἐναποθέσει τό φέρετρό του, δέν τό ἔσερναν ἄλογα, ἀλλά ἑβδομηντάρηδες εὔζωνοι τοῦ Συντάγματός του, ἕως τό Α΄ Νεκροταφεῖο.


Όταν τα σχεδόν αυτονόητα, ακούγονται σαν μύθοι..


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου